ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ Τ’ ΑΪ – ΓΙΑΝΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΑ*
(Μικρό απόσπασμα από το βιβλίο μου «ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΥΑΣ», που αναφέρεται στις αναμνήσεις μου για την εκκλησία του χωριού μου, την περίοδο 1930-1950 και το αφιερώνω στους απανταχού φίλους και στα μέλη του Συλλόγου του Χωριού μας.)
« Το μεγαλύτερο γεγονός από τα εκκλησιαστικά δρώμενα την εποχή εκείνη στην Καρυά ήτανε το πανηγύρι της, που γινότανε στις 29 Αυγούστου, την ημέρα που η εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη της Αποκεφάλισης του Αϊ – Γιάννη του Προδρόμου.
Στο χωριό ερχόντουσαν από την παραμονή, πεζή ή με τα μουλάρια τους, προσκυνητές και από άλλα μέρη. Από το Άργος, τα Τσιπιανά, τα κοντινά μας χωριά Μάζι, Μερκούρι, Βρούστι κ.λ.π. Επίσης την ημέρα αυτή γύριζαν και όλοι οι συγχωριανοί-εργάτες που είχαν πάει για δουλειά στη Βόχα και στη Βοϊστίτσα. Κυρίως ερχόντουσαν όλοι οι Καλυβίσιοι από την Αγριλίτσα, από το Γαλάτι και από τη Χούνη.
Γέμιζε το χωριό από πανηγυριώτες, χαρούμενους και καλοντυμένους. Την παραμονή, στον εσπερινό γινότανε το αδιαχώρητο στην εκκλησία. Την ημέρα αυτή θα έπρεπε να ήταν διπλάσια και τριπλάσια. Τα κεριά και οι λαμπάδες, ένα μπόι η κάθε μια, είχαν την τιμητική τους. Θυμάμαι πολλούς, μεταξύ αυτών και την αείμνηστη μάνα μου, που πηγαίνανε χειροποίητα κεριά από το σπίτι τους, από γνήσιο κερί μελισσών, μαζί με το καλοφτιαγμένο πρόσφορο, για να τιμήσουν τη μνήμη του προστάτη Αϊ – Γιάννη και για την υγεία όλων των μελών της οικογενείας τους.
Οι χαιρετούρες, τα «χρόνια πολλά», και οι θερμές ευχές μεταξύ των πανηγυριωτών, δίνανε και παίρνανε. Οι αμέτρητοι Γιάννηδες του χωριού μας έχουν καθιερώσει και γιορτάζουν την ημέρα αυτή του πανηγυριού μας , γι’ αυτό και την ημέρα αυτή δέχονται ευχές και επισκέψεις στα σπίτια τους. Και καθώς δεν υπάρχει σπίτι χωρίς Γιάννη, καταλαβαίνει κανείς τις διαστάσεις που έπαιρνε το πανηγύρι.
Μετά τον κατανυκτικό και μακρόσυρτο εσπερινό γύριζαν όλοι οι συγχωριανοί στα σπίτια τους, που τα είχαν φωταγωγήσει με ό,τι λυχνάρια είχαν. Πολλές φορές για την περίσταση αυτή φώτιζαν τους δρόμους και τις αυλές η αστροφεγγιά και τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι. Εκεί έτρωγαν τα νόστιμα φαγητά που είχαν καλομαγειρέψει οι φιλόξενες και χαμογελαστές οικοδέσποινες και φυσικά ποτέ μόνοι τους, αλλά και με τους πολλούς επισκέπτες, λόγω του πανηγυριού. Τη βραδιά αυτή θα λέγαμε ότι αποτελειώνανε και το σώσμα του βαγενιού τους. Για μπίρες δε γίνεται λόγος γιατί το ποτό αυτό, τα χρόνια εκείνα, ήταν άγνωστο στο χωριό μας. Εκτός του κύριου φαγητού, αγόραζαν και λίγη νόστιμη «γουρνοπούλα» από τα μαγαζιά, για το καλό της ημέρας, που την έψηναν με μαεστρία στους δικούς τους χωριάτικους φούρνους. Δε γινότανε πανηγύρι χωρίς να φάνε και λίγη «γουρνοπούλα». Και λέω λίγη, γιατί πολλούς πανηγυριώτες, τους έκοβε και τους θέριζε. Γι’ αυτό πολλοί παίρνανε τα μέτρα τους. Υπόψη ότι δεν υπήρχαν τότε ψυγεία και λόγω της ζέστης οι μύγες τη δικιμάζανε πρώτα από τους ανθρώπους.
Χορτάτοι λοιπόν, πιωμένοι και κεφάτοι αφήνανε τα σπίτια και γυρίζανε όλοι στο προαύλιο της εκκλησίας, όχι σε μαγαζιά όπως σήμερα, στολισμένο κι αυτό, λόγω της ημέρας, με σημαιούλες και με σμέρτα, όπου θ’ άρχιζε το ολονύχτιο γλέντι.
Ο Βασίλης Παπασωτηρίου, γνωστός κι ως Τσιμπουκλάρας, ο αυτοδίδακτος και ταλαντούχος μελωδικός κλαριτζής, με την κομπανία του, κάνανε τις απαιτούμενες δοκιμές και τα κουρδίσματα των οργάνων…
Το χορό στο πανηγύρι, υπό το φως λάμπας με ασετυλίνη, τον άνοιγαν οι κοινοτικοί άρχοντες με τους παπάδες και τους γεροντότερους μπροστά, για το καλό της ημέρας και του χωριού. Στη συνέχεια τη σκυτάλη την έπαιρναν οι νεότεροι.
Μία και δύο και τρεις σειρές ο χορός. Ο τσάμικος, ο καλαματιανός, η «παράτα» και ο συρτός, πρώτοι στις προτιμήσεις. Οι νέες και οι νέοι, οι αρραβωνιασμένοι και νιόπαντροι, καλοντυμένοι με παραδοσιακές κυρίως φορεσιές, κρατάγανε το κέφι στα ύψη και το χορό μέχρι τα ξημερώματα. Οι τούμπες του πρώτου στο χορό, τα κτυπήματα των ποδιών, οι στροφές, τα σφυρίγματα και άλλοι χορευτικοί αυτοσχεδιασμοί δεν περιγράφονται με λόγια. Όλος ο άλλος κόσμος παρακολουθούσε το θέαμα και χαιρότανε τα τραγούδια και τους χορευτές. Τη γιορτινή αυτή μέρα, η οποία ουσιαστικά ήταν νύχτα, γινόντουσαν και οι γνωριμίες μεταξύ των νέων και πολλά συνοικέσια είχαν αίσιο τέλος.
Την άλλη μέρα το πρωί όλοι οι πανηγυριώτες, ξενύχτηδες και μη, παρακολουθούσαν με ευλάβεια τη θεία λειτουργία στην εκκλησία και το μεσημέρι συνέχιζαν τις εορταστικές συγκεντρώσεις στ σπίτια. Δεν ξεχνούσαν όμως ότι ήταν η γιορτή του Αϊ – Γιάννη του Νηστευτή, γι’ αυτό νηστεύανε ακόμη και το λάδι. Τρώγανε αραποσίτια (καλαμπόκια) απ’ τους κήπους τους βραστά ή ψημένα στη θράκα, φασόλια μαυρομάτικα βρασμένα (σπυριά), ντομάτες, και δοκίμαζαν και τα πρώιμα σταφύλια απ’ τ’ αμπέλια τους, που ήδη είχαν παρδαλίσει.
Σύμφωνα με φήμες, όσοι έτρωγαν την ημέρα αυτή κρέας, τυρί, ακόμη και λάδι τους έπιαναν θέρμες βαριάς μορφής, με πολύ πυρετό και είχαν πολλά σχετικά παραδείγματα, γι’ αυτό νήστευαν και από το φόβο της αρρώστιας.
Το γλέντι τ’ Αϊ-Γιαννιού συνεχιζότανε και ανήμερα της γιορτής, για δεύτερο βράδυ δηλαδή, κυρίως όμως με τους ντόπιους κατοίκους του χωριού, γιατί οι ξένοι επισκέπτες και οι Καλυβίσιοι ( Καρυώτες που διέμεναν σε μικροσυνοικισμούς κατά μήκος της διαδρομής προς το Άργος) φεύγανε, όσο να ’ναι, πιο νωρίς, λέγοντας την ευχή «και του χρόνου με το καλό».
Με το πανηγύρι αυτό τελείωνε φυσικά και το καλοκαίρι για τους κατοίκους της Καρυάς. Άλλαζε ακόμη και ο καιρός. Από την άλλη μέρα για όλους τα κεφάλια μέσα. Τα σχολεία σε λίγες ημέρες άνοιγαν, τέρμα τα ξέγνοιαστα παιγνίδια για τα παιδιά, και για τους συγχωριανούς μας άρχιζαν οι προετοιμασίες για τον τρύγο και για τη σπορά»
Καρυά, 28 Αυγούστου 2022
Σπύρος Κ. Καραμούντζος
Υ.Γ. * : Μία εορταστική καταγραφή, για να θυμούνται οι λιγοστοί πια ηλικιωμένοι Καρυώτες της εποχής εκείνης και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Αγαπητοί μου συγχωριανοί, από τα παραπάνω, θα καταλάβατε, ότι ο τότε εορτασμός του Αϊ- Γιαννιού στο χωριό μας δεν έχει καμία σχέση με το σημερινό. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ