Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι ορφανό από μάνα, που ζούσε με τον πατέρα του και τη μητριά του.
Ο πατέρας του κοριτσιού ταξίδευε συχνά κι έτσι η μικρή τον περισσότερο καιρό έμενε με τη μητριά του, που ήταν κακιά και το βασάνιζε και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το ξεφορτωθεί.
Καθώς ήρθαν τα Χριστούγεννα, το δαιμόνιο μυαλό της μητριάς σκαρφίστηκε τρόπο για να βγάλει από τη μέση το κοριτσάκι. Σκέφτηκε πως, μιας και τις νύχτες τούτες κυκλοφορούσαν τα καλικαντζάρια, ήταν ευκαιρία να βρει αφορμή να το στείλει για κάποιο θέλημα ένα βράδυ, ώστε να την αρπάξουν και να γλιτώσει από αυτό.
Κι έτσι, αφού σκοτείνιασε το έστειλε στο μύλο να πάει να αλέσει στάρι, τάχα γιατί είχε σωθεί το αλεύρι και δεν είχανε να φτιάξουνε ψωμί.
Το κοριτσάκι, που γνώριζε για τους καλικαντζάρους, δεν ήθελε να βγει μες στη νύχτα, καθώς φοβόταν πως θα το έπαιρναν μαζί τους, αλλά δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς κι αναγκάστηκε να πάει.
Φόρτωσε λοιπόν τα σακιά με το στάρι στο γαϊδουράκι και ξεκίνησε.
Φτάνοντας στο μύλο, βρήκε το μυλωνά να σφαλίζει την πόρτα.
Μόλις το είδε ο μυλωνάς, απόρησε:
-Γιατί κοριτσάκι γυρνάς τέτοια ώρα έξω; Δεν ξέρεις πως τέτοια ώρα βγαίνουν τα καλικαντζάρια;
-Το ξέρω, μα και τι να κάνω; Με έστειλε η μητριά μου για αλεύρι.
αποκρίθηκε εκείνο.
-Καλά, έμπα μέσα και άλεσε. Μα σαν τελειώσεις, φεύγοντας, κλείσε την πόρτα.
του ‘πε ο μυλωνάς κι έφυγε.
`Αρχισε να αλέθει το κοριτσάκι και να ‘σου φανερώνονται τα καλικαντζάρια κι αρχίσαν να του λένε πως θα το πάρουνε μαζί τους.
Τί να κάνει το κοριτσάκι,
προσπάθησε να τα καθυστερήσει, μπας και γλιτώσει.
Κι έτσι, κάθε φορά που το ρωτούσαν αν θα ‘ρθει μαζί τους,
εκείνο τους ζητούσε κι από ένα πράγμα για αντάλλαγμα.
Μ’ αυτό τον έξυπνο τρόπο, προσπαθούσε να τα καθυστερήσει μέχρι να λαλήσει ο πετεινός τρεις φορές κι εκείνα να εξαφανιστούν!
Κι έτσι κι έγινε.
Κι όταν τελικά λάλησε ο κόκορας τρίτη φορά,
όχι μόνο τα καλικαντζάρια ξεκουμπίστηκαν,
αλλά το κοριτσάκι είχε κερδίσει κι ένα σωρό καλούδια από κείνα που τους ζητούσε κάθε φορά που τη ρωτούσαν αν θα πήγαινε μαζί τους.
Έτσι, όταν έφτασε στο σπίτι της, η κακιά μητριά, που την είδε να γυρίζει πίσω σώα και μάλιστα φορτωμένη με ένα σωρό δώρα, σάστισε κι άρχισε να ζητάει να μάθει πως έγινε τούτο και πως βρέθηκαν τόσα πράγματα.
Το κοριτσάκι της εξήγησε πως της τα δώσαν τα καλικαντζάρια, καθώς τους τα ζήταγε για αντάλλαγμα για να τα ακολουθήσει.
Μόλις τ’ άκουσε αυτό η άπληστη μητριά αποφάσισε να πάει κι εκείνη στο μύλο το επόμενο βράδυ.
Όταν, λοιπόν, πήγε η μητριά και φανερώθηκαν τα καλικαντζάρια για να την πάρουνε μαζί τους,
εκείνη ανυπόμονη και αχόρταγη τους ζήτησε μονομιάς όλα εκείνα που ήθελε μαζεμένα.
Οπότε οι καλικάντζαροι της τά ‘φεραν στη στιγμή,
δεν είχε απομείνει πια τίποτε να ζητήσει,
οπότε την άρπαξαν και την κατέβασαν μαζί τους στα άδυτα της γης.
Κι έτσι, το κοριτσάκι γλίτωσε από την κακιά μητριά
κι έζησε ευτυχισμένο με τον πατέρα του που γύρισε απ’ τα ταξίδια.