Ο ν. 3869/10 (Νόμος Κατσέλη) αποτέλεσε για χιλιάδες δανειολήπτες που περιήλθαν σε αντικειμενική μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής των χρεών τους, ασφαλές ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ τα χρόνια της ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ προκειμένου να ρυθμίσουν τις οφειλές και να προστατεύσουν την πρώτη κατοικία τους.
Σήμερα, έχουν εκδοθεί περισσότερες από 100.000 τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις υπαγωγής στο νόμο και προστασίας της πρώτης κατοικίας των οφειλετών. Οι αποφάσεις αυτές προβλέπουν την καταβολή έντοκων μηνιαίων δόσεων σε βάθος χρόνου και έως την συμπλήρωση ποσοστού επί της αντικειμενικής -εμπορικής αξίας της πρώτης κατοικίας.
Ωστόσο, την τελευταία διετία υπέρμετρες αυξήσεις στα αναλογούντα ποσά δόσεων καλούνται να καταβάλλουν οι οφειλέτες στους servicers, σε σχέση με την δόση που τους είχε ορίσει το Δικαστήριο και μέχρι πρότινος κατέβαλαν. Ειδικότερα καλούνται να καταβάλλουν δόσεις υπερδιπλάσιες της αρχικής, γεγονός που οδηγεί πολλούς από αυτούς σε οικονομικό αδιέξοδο και νέα αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεων τους,, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την προστασία της πρώτης κατοικίας τους, με ενδεχόμενο καταγγελίας της δικαστικής ρύθμισης και πλειστηριασμού.
Ο βασικός λόγος της αυξητικής έκρηξης του ποσού της δόσης οφείλεται στον τρόπο εκτοκισμού που εφαρμόζουν οι πιστωτές, ερμηνεύοντας με βάση το συμφέρον τους τις δικαστικές αποφάσεις και κατ΄ επέκταση το νόμο. Ειδικότερα, επειδή στην πλειονότητα των δικαστικών αποφάσεων του Ν. 3869/2010, ΔΕΝ ΔΙΕΥΚΡΙΝΊΖΕΤΑΙ εάν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση ή στο συνολικό κεφάλαιο, δημιουργώντας σημαντική ΑΣΑΦΕΙΑ σε βάρος των δανειοληπτών.
Οι πιστωτές εφαρμόζουν τον υπολογισμό του επιτοκίου επί του συνολικού άλληκτου κεφαλαίου, επιφέροντας υπέρμετρη επιβάρυνση στον οφειλέτη. Ο υπολογισμός, όμως, αυτός είναι σαφώς εσφαλμένος και τούτο διότι το Δικαστήριο του ν. 3869/10 μεταπλάσσει το περιεχόμενο και το ύψος των απαιτήσεων των πιστωτών, προς όφελος του οφειλέτη. Επίσης ο ίδιος ο ν. 3869/2010 στο άρθρο 6 παρ.3 αυτού αναφέρει ότι «οι μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες οφειλές σταματούν να εκτοκίζονται», ρύθμιση που δεν συνάδει επουδενί με τα τραπεζικώς ισχύοντα. Θα πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης, ορίζοντας το ανωτέρω αναφερόμενο επιτόκιο του άρθρου 9 παρ.2, ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήματος, ήτοι την αξία που θα έχει η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών και ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται επί της εκάστοτε μηνιαίας δόσης που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, διότι έτσι μόνο εξυπηρετείται ο ανωτέρω σκοπός του νόμου (βλ. ad hoc ΕιρΛαυρ 22/2023, αδημ.).
Επειδή, όμως, τα δικαστήρια μας έχουν εκδώσει αντιφατικές αποφάσεις επί Αιτήσεων Ερμηνείας των οφειλετών (καίτοι η συντριπτική πλειοψηφία των αποφάσεων αποδέχεται την εφαρμογή του επιτοκίου επί της δόσης), το Ειρηνοδικείο Ιωαννίνων, κρίνοντας επί αντίστοιχης υποθέσεως, έκρινε σκόπιμο να υποβάλλει στην Επιτροπή του αρθ. 20Α Κ.Πολ.Δ. του ΑΠ προδικαστικό ερώτημα για το ζήτημα, ζητώντας να κρίνει η Επιτροπή εάν η υπόθεση πρέπει να εισαχθεί προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια του ΑΠ γιατί αφορά δυσχερές ερμηνευτικό νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο ανθρώπων.
Η συνεδρίαση της Επιτροπής έλαβε χώρα στις 5/11/2024 και αναμένεται σύντομα η κρίση της. Άλλωστε η διεκδίκηση μιας δίκαιης, αποτελεσματικής και βιώσιμης λύσης στο μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους συνιστά για εμάς τους δικηγόρους ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ που θα οδηγήσει σε μία κοινωνία με δικαιοσύνη, ισονομία και ευημερία.
Γράφει ο Δημήτριος Σαλαπάτας Δικηγόρος