Πριν λίγες μέρες έμαθα ότι το Κεντρικόν, το καφενείο μας στην Πλατεία
Συντάγματος στο Ναύπλιο ρίχνει τίτλους τέλους στα τέλη Οκτώβρη.
Πρέπει να ομολογήσω ότι μια μελαγχολία με διαπέρασε αυτοστιγμεί, καθώς το Κεντρικόν
αποτελούσε τοπόσημο της Παλαιάς Πόλης του Ναυπλίου τα τελευταία 22 χρόνια.
Πρόκειται για ένα μαγαζί, που θα το χαρακτήριζα οικογενειακό, που ποτέ δεν μου
έβγαλε δηθενιά, πραγματικά αυθεντικό, που τους αγκάλιαζε όλους. Για μας τους
ξενομερίτες ήταν ένα από τα πρώτα μαγαζιά που νιώσαμε θαλπωρή.
Πόσες καλοκαιρινές βραδιές περάσαμε σε τραπέζια κάτω απ’ τα πλατάνια σε χαλαρό κλίμα.
Το χειμώνα δε, ήταν σαν απάνεμο σημείο που βρίσκαμε απάγκιο. Νέοι, γέροι, παιδιά,
κάθε λογής ανθρώποι. Πολλές νύχτες, έφευγα με τα μικρά, για να ηρεμήσει και η
μαμά μας για λίγο, και πηγαίναμε να κάτσουμε στη μπάρα του Κεντρικόν για μια
μακαρονάδα στα δύο οι μπόμπιρες κι ένα ποτό για μένα.
Φιλοξενία.
Μου λεγε ο μικρός, τεσσάρων τότε, «Μπαμπά πότε θα πάμε θτην μπάρα θτο
Κεντρικόν?», και γύρω γύρω παππούδες, βυθισμένοι στις καρέκλες τους, αμίλητοι, να
απολαμβάνουν τον όποιο αγώνα σα να ναι ο τελικός των τελικών. Και κει πάνω από
την μπάρα να στέκεται αγέρωχη αυτή η μεγάλη ταπετσαρία που απεικόνιζε την
πλατεία ένα κυριακάτικο πρωινό των αρχών του 20 ου αι. Μας ταξίδευε σε άλλες
εποχές. Τα παιδιά να παίζουν, οι μεγάλοι να συζητούν, οι κυρίες να βολτάρουν. Σα να
μην πέρασε μια μέρα.
_ _ _
Και τώρα μια ιστορία, απ’ αυτές που ξέρω πόσο σας αρέσουν αγαπητοί μου
συμπολίτες. Προ καιρού ένας καλός φίλος, απ’ αυτούς που θα πρεπε να είναι στα
πράγματα, μου εκμυστηρεύθηκε το εξής. Είχε πάει στο Κεντρικόν για να δει έναν
αγώνα ποδοσφαίρου• δεν έπεφτε καρφίτσα, ψάχνει να κάτσει, ψάχνει, τίποτα. Ώσπου
μια στιγμή, ένας κύριος του γνέφει λέγοντάς του ότι μπορεί να κάτσει στο ίδιο
τραπέζι. Ο εν λόγω κύριος ήταν μεγαλοδικηγόρος των Αθηνών που είχε έρθει για
υπόθεσή του εις τας επαρχίας.
Με τα πολλά, πιάνουν την κουβέντα:
– Έχεις φίλους εδώ?
– Ναι, φυσικά.
– Και πως περνάτε τον χρόνο σας?
– Πάμε για κανά μεζεδάκι, περπατήματα κ.α.
– Εγώ δεν έχω κανέναν.
– Τι εννοείς?
– Κοίταξε να δεις, είμαι τώρα 72 ετών. Λειτουργώ σαν 45άρης. Όλοι μου οι
πραγματικοί φίλοι απ’ τα παλιά, που ξέρω ότι με νοιάζονταν, έχουν πάρει το δρόμο
τους, είναι παππούδες, έχουν πάρει σύνταξη, έχουν ηρεμήσει. Εγώ κινούμαι στα
μπαράκια και στα εστιατόρια, δουλεύω νυχθημερόν, αλλά ξέρω καλά ότι οι άνθρωποι
που με περιτριγυρίζουν είναι μαζί μου γι’ αυτό που φαίνομαι, κι όχι γι’ αυτό που
είμαι..
_ _ _
Όλοι οι άνθρωποι, θέλουμε κάποιες στιγμές, ν’ αποδυθούμε αυτό που προβάλλουμε
και να κουρνιάσουμε σε μια παρέα, ακόμη κι αν αυτή είναι φευγαλέα. Αυτό ήταν το
Κεντρικόν.
Αυτή η προσμονή, να νιώσεις ότι ανήκεις, ότι εκεί αν και μόνος θα βρεις συντροφιά
να πεις δυο λόγια. Λιμάνι.
Ήταν, λοιπόν, ένα μαγαζί που μας έφερνε πιο κοντά, που πραγματικά μπορούσες να
χαλαρώσεις και να ανοιχτείς στους γύρω σου. Αυτό που λείπει σήμερα.
Μας αφήνεις πιο φτωχούς αλλά πιο πλούσιους σε αναμνήσεις και πιο έμπειρους στο
τι πρέπει να αναζητάμε για να είμαστε ευτυχείς.
Έχε γεια Κεντρικόν, μας εμπνέεις όλους.
Με εκτίμηση, Κωνσταντίνος Κουβαράς