Πρός τούς εὐσεβεῖς Χριστιανούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀργολίδος
Ἀδελφοί μου,
«Ἀναστάσεως ἡμέρα καί λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει».
Μᾶς καλεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός νὰ εὐφρανθοῦμε καὶ νὰ
πανηγυρίσουμε τὴν «ἑορτή τῶν ἑορτῶν», καὶ τὴν «πανήγυρη τῶν
πανηγύρεων» ποὺ εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ
μᾶς ἀπευθύνει αὐτὸ τὸ κάλεσμα;
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἀπὸ τὰ συμβάντα τῆς
ἱστορίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ τὸ νόημα ὅλης τῆς ζωῆς
καὶ τῆς δράσης Του, γεγονὸς ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ περιεχόμενο καὶ τὴ
σημασία τῶν ἄλλων συμβάντων τῆς ζωῆς Του καὶ ἰδιαίτερα τοῦ σταυρικοῦ
Του θανάτου. Εἶναι ἡ κορυφαία, μοναδικὴ ὡς γεγονὸς, αὐτομαρτυρία καὶ
ἐπιφάνεια τοῦ Ἰησοῦ ὡς τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τὸ
Εὐαγγέλιο στὸ σύνολὸ του καὶ σὲ κάθε ἐπιμέρους ἐνότητα καὶ πρόταση, δὲν
ἐξιστορεῖ ἁπλῶς τὴν ἱστορία τοῦ ἄνδρα Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ, ἀλλὰ πάντοτε
τὸν κηρύττει ὡς τὸν ἀναστημένο καὶ ὑψωμένο Κύριο. Δὲν θὰ ὑπῆρχε κανένα
Εὐαγγέλιο, καμιὰ εὐαγγελικὴ ἀφήγηση, καμιὰ ἐπιστολὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης,
οὔτε χριστιανικὴ πίστη, οὔτε Ἐκκλησία, χωρὶς τὸ μοναδικὸ γεγονὸς τῆς
Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν
ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν» (Α΄ Κορ. 15, 14), καὶ ἐὰν δὲν
ὑπῆρχε ἡ Ἀνάσταση, τότε οἱ χριστιανοὶ θὰ ἦταν οἱ «ἐλεεινότεροι πάντων
ἀνθρώπων» (Α΄ Κορ. 15, 19), ἀφοῦ θὰ οἰκοδομοῦσαν τὴν πίστη τους σὲ μιὰ
ἀνέφικτη πραγματικότητα. Μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,
ἱστορεῖται καὶ ἀνακεφαλαιώνεται ὁλόκληρος ὁ χρόνος τῆς σωτηρίας τοῦ
κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ τέλος τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ τὸ
κέντρο τῆς ἱστορίας.
Ἀδελφοὶ μου, μᾶς λέγει ὁ Ὅσιος Ἰουστῖνος (Πόποβιτς)
«Οἱ ἄνθρωποι καταδίκασαν τὸν Θεὸ σὲ θάνατο· ὁ Θεὸς ὅμως μὲ τὴν
Ἀνάστασὴ Του «καταδικάζει» τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἀθανασία. Γιὰ τὰ
κτυπήματα τοὺς ἀνταποδίδει τοὺς ἐναγκαλισμοὺς· γιὰ τὶς βρισιὲς τὶς εὐλογίες·
γιὰ τὸν θάνατο τὴν ἀθανασία. Ποτὲ δὲν ἔδειξαν οἱ ἄνθρωποι τόσο μῖσος πρὸς
τὸν Θεὸ, ὅσο ὅταν Τὸν σταύρωσαν· καὶ ποτὲ δὲν ἔδειξε ὁ Θεὸς τόση ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὅση ὅταν ἀναστήθηκε. Οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νὰ
κάνουν τὸν Θεὸ θνητὸ, ἀλλ᾽ ὁ Θεὸς μὲ τὴν Ἀνάστασὴ Του ἔκανε τοὺς
ἀνθρώπους ἀθάνατους. Ἀναστήθηκε ὁ σταυρωμένος Θεὸς καὶ σκότωσε τὸν
θάνατο. Ὁ θάνατος δὲν ὑπάρχει πλέον. Ἡ ἀθανασία γέμισε τὸν ἄνθρωπο καὶ
ὅλους τοὺς κόσμους του.
… Γι’ αὐτὸ, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ὁ Ἀναστὰς Κύριος εἶναι «τὰ
πάντα ἐν πᾶσιν» σὲ ὅλους τοὺς κόσμους: ὅ,τι τὸ Ὡραῖο, τὸ Καλὸ, τὸ Ἀληθινὸ,
τὸ Προσφιλὲς, τὸ Χαρμόσυνο, τὸ Θεῖο, τὸ Σοφὸ, τὸ Αἰώνιο. Αὐτὸς εἶναι ὅλη ἡ
Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειὰ μας, ὅλη ἡ Χαρὰ μας, ὅλο τὸ Ἀγαθὸ μας, ὅλη ἡ
Ζωὴ μας, ἡ Αἰώνια Ζωὴ σὲ ὅλες τὶς θείες αἰωνιότητες καὶ ἀπεραντοσύνες.
Γι’ αὐτὸ καὶ πάλι, καὶ πολλὲς καὶ ἀναρίθμητες φορὲς: Χριστὸς
Ἀνέστη!»
Μέ τήν ἀγάπη τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ
καί ἐγκάρδιες εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
† ὁ Ἀργολίδος Νεκτάριος