ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΕ ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΗΡΩΪΔΑ ΤΟΥ ΄21 Η Κυρά Σάββαινα τ΄ Αναπλιού. Γράφει ο Γιάννης Μακρής.
Αγαπητοί μου συμπολίτες θα αναφερθούμε σε μία ηρωϊδα η οποία από την αρχή της Επανάστασης πολέμησε σαν άνδρας, και παρέμεινε άγνωστη στους πολλούς, ζώντας για πολλά χρόνια και πεθαίνοντας στ΄Ανάπλι.
«Η φαντασία πετά στη μάχη των Μίλων και απαριθμεί τους ήρωες . Έκθαμβος σταματά μπροστά από μια γυναικεία μορφή ! Ποια είναι η ηρωϊδα αυτή που η ιστορία λησμόνησε να γράψει το όνομά της; Είναι η Σπαρτιάτισσα Σάββαινα! Είναι αυτή που στο στρατόπεδο του Άργους συναντήθηκε με την άλλη ηρωϊδα , την Μπουμπουλίνα και πολέμησαν μαζί ……»
Στα Πρακτικά της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης του Άργους 5 Αυγούστου 1829, βρίσκουμε μία αναφορά της που λέγει:
« Κύριοι Πληρεξούσιοι,
Το Στάδιον της πολεμικής δόξας είναι κατά φυσικό λόγο μόνο για τους άντρες. Όταν όμως είναι λόγος για τη σωτηρία της Πατρίδας, όταν όλη η φύση συντρέχει για την υπεράσπισή της , οι γυναίκες της Ελλάδας έδειξαν πάντοτε ότι έχουν καρδιά για να κινδυνέψουν αγωνιζόμενες σαν άντρες, και για να μπορούν να είναι ωφέλιμες και στις πλέον δύσκολες περιστάσεις.
Είμαι γυναίκα χήρα, Κύριοι, έχω ανήλικα τέκνα. Τούτο δεν με μπόδισε στην έναρξη του ιερού πολέμου μας να πιάσω τα σπαθιά και να κινήσω με τους αγωνιστές για την Ελευθερία του Έθνους και για να εμψυχώσω τους αρχάριους στρατιώτες μας. Στάθηκα δίπλα στον Κυριακούλη και σε άλλους οπλαρχηγούς στο βαλτέτσι στα Άγραφα στους Μίλους……………»
Για τη ζωή αυτής της γυναίκας είναι γνωστά τα εξής:
Η Κυρά –Σάββαινα μετά την απελευθέρωση ζούσε στ΄Ανάπλι. Στην πρώτη δεκαετία μετά την Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862, οι μαθητές του Γυμνασίου στην Πλατεία Τριών Ναυάρχων (σημερινό Δημαρχείο) με περιέργεια έβλεπαν κάθε πρωϊ να βγαίνει από την πόρτα του διπλανού σπιτιού Τσακασιάνου (αργότερα Ευλαμπίου και σήμερα Δώρας Κουτρουμπή) μια γερόντισσα, ζαρωμένη, και αδύνατη, αλλά γεμάτη λεβεντιά και ψυχικό σφρίγος.
Η είσοδος του σπιτιού, δίπλα από το Γυμνάσιο, ήταν αρκετά μεγάλη και μακριά, χρησίμευε δε στους μαθητές του Γυμνασίου στα διαλείμματα σαν κρυφό καπνιστήριο, «Φουμείον», κατά την έκφραση που χρησιμοποιούσαν τότε. ( Σ.Σ. Για παρόμοια χρήση χρησιμοποιούσαν την είσοδο του σπιτιού αυτού οι μαθητές μέχρι τα χρόνια που εγκαταλείφθηκε το παλαιό κτίριο του Γυμνασίου ).
Οι μαθητές που κατέφευγαν στην είσοδο αυτή για να καπνίσουν κρυφά, με πολύ προσοχή απέφευγαν όχι μόνο να τους ιδούν οι Καθηγητές τους αλλά και να μη τους αντιληφθεί η γειτόνισσα Κυρά – Σάββαινα, η οποία, όταν έπιανε κανένα επ΄ αυτοφόρω να καπνίζει, δεν δίσταζε να τον κτυπά στην πλάτη με τη χοντρή βέργα της.
Το σπίτι της Κυρά – Σάββαινας ήταν ένα δωμάτιο στο ισόγειο με δύο παράθυρα στη στενή οδό, από τα οποία μπορούσε κάποιος πατώντας σε μια μεγάλη πέτρα που βρισκόταν απέναντι δίπλα στην πόρτα των στάβλων του Γερουσιαστή –Γεωργίου Μ. Αντωνόπουλου, να ιδεί εύκολα το εσωτερικό του δωματίου της. Χαμηλό κρεβάτι, στρωμένο με στρατιωτικές κουβέρτες από αυτά που κατασκεύαζαν οι κρατούμενοι στο Παλαμήδι στο «Κατάστημα», μικρό τραπέζι και δύο ή τρία ξύλινα καθίσματα ήταν τα μόνα έπιπλα της μυστηριώδους κατοικίας της Κυρά- Σάββαινας.
Όμως ψηλά στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι της έβλεπες αναρτημένα διάφορα όπλα του Αγώνα από την Άλωση της Τριπολιτσάς και στο μέσον ένα μεγάλο σπαθί, με σπασμένη τη λεπίδα του. Η γριά – Σάββαινα , για την οποία κυκλοφορούσαν μεταξύ των γυναικών τ΄ Αναπλιού και αυτών των μαθητών διάφοροι μύθοι και απίθανες ιστορίες, κατοικούσε μόνη στο ισόγειο δωμάτιο της οικίας Τσακασιάνου, και δεν δεχόταν ποτέ κανέναν επισκέπτη η ζωή της θα μπορούσαμε να πούμε ήταν ένα μυστήριο. Τα δύο παιδιά της με επώνυμο «Σάββα» υπηρετούσαν σαν τεχνίτες στο Οπλοστάσιο του Ναυπλίου, ήταν παντρεμένα και κατοικούσαν αλλού.
Η Σάββαινα της οποίας το βαπτιστικό όνομα ήταν Σταυρούλα, καταγόταν από κάποιο χωριό της Σπάρτης. Τον άντρα της Σάββα, αγνώστου επωνύμου, τον κρέμασαν οι Τούρκοι στη αρχή της Επανάστασης. Για να εκδικηθεί τον θάνατό του η Σάββαινα μπήκε στην Επανάσταση στο πλευρό των Μαυρομιχαλαίων. Σαν νοσοκόμος περιέθαλπε τους τραυματίες του πολέμου.
Στο τέλος του 1824 η Κυρά – Σάββαινα, ακολούθησε τον Αναγνώστη Σπηλιωτάκη, μέλος του Εκτελεστικού, εγκαταστάθηκε στ΄ Ανάπλι και από τότε έμεινε μόνιμα στη πόλη. Αργότερα όταν ήλθε ο Καποδίστριας έλαβε μηνιαία σύνταξη από το ιδιαίτερο ταμείο του Κυβερνήτη και τα παιδιά της ήσαν από τα πρώτα του Ορφανοτροφείου που ίδρυσε ο Καποδίστριας.
Όταν ήλθε ο Όθωνας, η δυστυχισμένη Κυρά – Σάββαινα, παραμελήθηκε από το Κράτος, και εξακολουθούσε να μένει στ΄ Ανάπλι και να συντηρείται από την προσωπική της εργασία και τα βοηθήματα των οικογενειών των Αγωνιστών από τους οποίους ως επί το πλείστον αποτελούσαν τότε την κοινωνία τ΄ Αναπλιού. Αργότερα κατόρθωσε να τοποθετήσει τα παιδιά της στο Οπλοστάσιο.
Η Κυρά Σάββαινα μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν πολύ αυστηρή προς τους μαθητές εκείνους που είχαν τη κακή συνήθεια να πειράζουν τους γέρους και τους «βλαμμένους». Όταν έπιανε επ΄ αυτοφόρω τους μαθητές , μπροστά από το Γυμνάσιο, τους «κυνηγούσε» αμείλικτα μέχρι τη πόρτα του Γυμνασιάρχη , φωνάζοντας:
«- Βρέ ζαλιάρικα! Για δαύτο χύσαμε το αίμα μας να σας φτιάξουμε αυτό το ρημαδιακό για να ανοίγετε τα μάτια σας καις σείς δεν ξέρετε τι κάνετε……;»
Το μεγάλο θυμό της Κυρά Σάββαινας μόνο ο Γυμνασιάρχης Β. Λελάκης μπορούσε να ησυχάσει., που με ευγενικό και μειλίχιο ύφος της έλεγε:
«- Ησύχασε, Κυρά – Σάββαινα και εγώ θα τιμωρήσω τον αχρείον…..» Και πράγματι ποτέ δεν άφηνε ατιμώρητο μαθητή που πείραζε την γριά- Σάββαινα.
Η Κυρά – Σάββαινα δεν είχε κανένα λόγο να συμπαθεί τον Όθωνα που ομολογουμένως φάνηκε άστοργος προς αυτήν. Εν τούτοις όμως πάντοτε κατηγορούσε εκείνους που συνωμοτούσαν και εργάζονταν για την εκθρόνισή του.
Πέθανε στ΄ Ανάπλι σε βαθιά γεράματα στη δεκαετία του 1870.