Τα περιστατικά στα οποία καλούνται να επέμβουν οι αστυνομικές δυνάμεις είναι ποικίλα και οι κλήσεις που φτάνουν στον θάλαμο επιχειρήσεων της Άμεσης Δράσης Πατρών, δεν έχουν τελειωμό, ιδιαίτερα εν μέσω του περιορισμών λόγω κορονοϊού.
Από τραγικά, επικίνδυνα μέχρι και αστεία κάποιες φορές. Ο Λάμπρος Δημητρέλος περιγράφει ένα από τα συμβάντα στα οποία κλήθηκε να επέμβει σήμερα νωρίς το πρωί στην Πάτρα και αφορούσε την παροχή βοήθειας. Ένας άνδρας, τετραπληγικός, καλεί και ζητά βοήθεια, όχι γιατί τον κλέβουν ή τον ληστεύουν αλλά γιατί βιώνει κρίση πανικού, όπως περιγράφει.
Αναλυτικά η ανάρτηση του Λάμπρου Δημητρέλου στο facebook:
“Ώρα 05:00 το πρωί. Πάτρα.
Στην άλλη άκρη της γραμμής του 100 μια ανδρική φωνή ζητά βοήθεια.
Πρόκειται για έναν τετραπληγικό , ο οποίος ζει μόνος και βιώνει κρίση πανικού. Το σήμα εκφωνείται από τον ασύρματο και μας βρίσκει στη μέση της παραλιακής όπου διαχειριζόμαστε δύο ζευγάρια γονέων που έχουν σπεύσει στο σημείο ενός τροχαίου.
Τα ανήλικα -και ολίγον πιωμένα- παιδιά τους έχουν τρακάρει (ευτυχώς μόνα τους και χωρίς τραυματισμό) το αυτοκίνητο της μητέρας του ενός, το οποίο είχαν νωρίτερα πάρει κρυφά.
Αφού ομαλοποιείται η κατάσταση, αφήνουμε τους συναδέλφους της Τροχαίας να συνεχίσουν τη δουλειά τους και φεύγουμε σφαίρα για τον άνθρωπο με την κρίση πανικού. Από τα πρώτα μου βήματα στην Αστυνομία και στην Άμεση Δράση Αττικής έχω διδαχθεί πως η «παροχή βοηθείας σε ανήμπορο» είναι σήμα απόλυτης προτεραιότητας, ήτοι ΠΑΣ ΟΣΟ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΜΠΟΡΕΙΣ.
Έχοντας συναίσθηση του πόσο αβοήθητος νιώθει αυτός ο άνθρωπος, η συνοδός μου τον καλεί στο τηλέφωνο ενώ εγώ οδηγώ σβέλτα με αναμμένους φάρους. Στην ανοιχτή ακρόαση ακούω την αγχωμένη φωνή του να εξηγεί τι έχει συμβεί.
«Είμαστε δίπλα φίλε, φτάνουμε» του φωνάζω. Η συνεργάτιδά μου συνεχίζει να του μιλάει και να τον καθησυχάζει εκμαιεύοντας ταυτόχρονα πληροφορίες για το πώς θα μπούμε μέσα στο σπίτι. Μπαίνοντας, το πρώτο που μας ζητάει είναι νερό.
Αφού βρίσκει τις ανάσες του, μας εξομολογείται πως έχει ανάγκη από λίγη παρέα. Κι έναν καφέ… Του τα προσφέρουμε απλόχερα και τα δύο. «Έχω χάσει τους γονείς μου και νιώθω μόνος. Είναι κι αυτός ο ιός, τα κάνει όλα χειρότερα», μας λέει μεταξύ άλλων. Ενώ ακούω τη συνεργάτιδά μου να τον εμψυχώνει, παρατηρώ το ειδικό κρεβάτι πάνω στο οποίο είναι ξαπλωμένος, καθώς και τα δύο μηχανοκίνητα αναπηρικά αμαξίδια, που έχουν μοχλό-χειριστήριο για το σαγόνι.
Έχει πια χαράξει. Είναι πολύ πιο ήρεμος τώρα και λέει πως δε μας χρειάζεται κάτι άλλο. Αποχαιρετιζόμαστε. Οδηγώντας αργά προς το Τμήμα σκέφτομαι το πόσο γκρινιάρης γίνομαι για ασήμαντα πράγματα, ενώ τα έχω όλα.
Ταυτόχρονα αναλογίζομαι το πόσο «ιερή» δουλειά κάνω. Οι «τύποι με τα μπλε», είμαστε εδώ κάθε μέρα για να μοιραζόμαστε στις πλάτες μας τα βάρη ξένων ανθρώπων. Ανθρώπων που πιθανότατα δε θα ξαναδούμε ποτέ. Από τη γιαγιά – θύμα κλοπής που τρέμει ολόκληρη και δε μπορεί ν’ αρθρώσει λέξη, έως τη μάνα που λιποθυμά από την ταραχή της στη μέση της παραλιακής γιατί ο γιός της τράκαρε κι από τη γυναίκα που σε παίρνει αγκαλιά κλαίγοντας με λυγμούς σ’ ένα σαλόνι όπου κείτεται νεκρός ο άντρας της, έως έναν άνθρωπο που δε μπορεί να κουνήσει χέρια και πόδια και ζητά βοήθεια μες στ’ άγρια χαράματα.
Βασικά όχι, δεν κάνω μια «ιερή» δουλειά.
Κάνω μια δουλειά «χαστούκι»…
ΠΗΓΗ: Tempo24.gr