Η κυβέρνηση της ΝΔ, εν μέσω του δεύτερου κύματος της πανδημίας και σε μια περίοδο απαγόρευσης των συγκεντρώσεων και των διαδηλώσεων, επιθυμεί να κάνει νόμο του κράτους ένα ακόμη αντεργατικό νομοσχέδιο.
Δεν κάνει τίποτα άλλο, παρά να ικανοποιεί διαχρονικά αιτήματα και προτάγματα νεοφιλελεύθερων εμπνεύσεων. Εκμεταλλευόμενη την υγειονομική κρίση και τη δύσκολη θέση των εργαζομένων, επιβάλλει μια νέα διευθέτηση του χρόνου εργασίας, με την αλόγιστη χρήση υπερωριών και την αύξηση της ευελιξίας της εργασίας. Η απασχόληση εργαζομένων έως 10 ώρες ημερησίως, χωρίς να πληρώνονται για αυτές σε χρήμα, αλλά με μειωμένες ώρες εργασίας σε άλλες ημέρες, ρεπό ή επιπλέον ημέρες άδειας, αφήνει απροστάτευτους τους εργαζόμενους στις απαιτήσεις του εργοδότη και αυξάνει τον κίνδυνο της υποδηλωμένης εργασίας.
Καταργείται το προσαυξημένο ωρομίσθιο των υπερωριών, με άδεια ή ρεπό μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Με την παράλληλη αποδυνάμωση του ΣΕΠΕ και κάθε ελεγκτικού μηχανισμού, οδηγούμαστε με βεβαιότητα στην υποδηλωμένη εργασία και στην εκμετάλλευση του εργαζόμενου.
Οι αλλαγές που προτείνονται αφορούν και στο συνδικαλιστικό νόμο, με την ηλεκτρονική ψηφοφορία και την αύξηση του ποσοστού του προσωπικού ασφαλείας της απεργίας, καταργώντας ουσιαστικά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της απεργίας.
Η κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζει να αποδιαρθρώνει την αγορά εργασίας και να επιτίθεται σε εργασιακά δικαιώματα και συνδικαλιστικές ελευθερίες. Η αντίσταση κάθε δημοκρατικού πολίτη και οι αγώνες των εργαζομένων θα πρέπει να αποτρέψουν τα νεοφιλελεύθερα και εφιαλτικά σχέδια εις βάρος της εργασίας.