Οι πόροι που θα έχει στη διάθεσή της η χώρα τα επόμενα χρόνια, φέρνουν ξανά στο προσκήνιο την ανάπτυξη.
Όμως η ανάπτυξη δεν είναι μια ουδέτερη έννοια. Οφείλει να έχει στόχευση και πρόσημο.
Να είναι βιώσιμη, συνεκτική, κοινωνικά δίκαιη, πράσινη και ψηφιακή. Να είναι μια ανάπτυξη τεχνολογικά και εκπαιδευτικά αναβαθμισμένη. Με τις νέες ψηφιακές εφαρμογές στην υπηρεσία του ανθρώπου.
Να είναι μια ανάπτυξη για όλους, όχι για μερικούς.
Οι διαθέσιμοι πόροι πρέπει να διοχετευτούν σε έργα που να ενισχύουν την ανθεκτικότητα τόσο της οικονομίας, όσο και της κοινωνίας. Να αναβαθμίζουν την εργασία. Να ενισχύουν τα δημόσια αγαθά (Υγεία, Παιδεία κλπ). Να μειώνουν τις κοινωνικές και τις περιφερειακές ανισότητες. Να διευκολύνουν τη μετάβαση σε μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία.
Το νέο σχέδιο ανασύνταξης της χώρας οφείλει να είναι ανθρωποκεντρικό. Να λειτουργήσει κυρίως προς όφελος του κόσμου της εργασίας και όλων αυτών που τα προηγούμενα χρόνια σήκωσαν και σηκώνουν άνισα το βάρος της προσαρμογής.
Να είναι εργαλείο στήριξης, κοινωνικής ενσωμάτωσης και προόδου των
εργαζομένων, των ανέργων και των μικρομεσαίων στρωμάτων.
Ούτε ίσος, λοιπόν, καταμερισμός του αναπτυξιακού αποτελέσματος, αλλά ούτε και άνισος υπέρ των μέχρι σήμερα ευεργετηθέντων. Όπως άλλωστε έλεγε ο Αριστοτέλης «Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των άνισων». Για αυτό και δεν μπορεί να συνεχιστεί η ευνοϊκή μεταχείριση των λίγων σε βάρος των πολλών.
Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, όπως προβλέπεται στην "Έκθεση
Πισσαρίδη", χωρίς ταυτόχρονη πρόβλεψη εξεύρεσης αντίστοιχων πόρων
από νέες, συγκεκριμένες άμεσες πηγές, αποδυναμώνει τη δημόσια
ασφάλιση και οδηγεί σε συντάξεις-φιλοδώρημα. Η μείωση του «έμμεσου
μισθολογικού κόστους» και ιδίως των εργοδοτικών εισφορών, χωρίς
σχέδιο και δεσμευτική υποχρέωση για επενδύσεις που να συνδέονται με
δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας, απλά αυξάνει τα κέρδη των
επιχειρήσεων και διευρύνει τις ανισότητες.
Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων και των
νοικοκυριών είναι σήμερα απαραίτητη όχι μόνο μέσα από την αναγκαία,
κυρίως φορολογική, ελάφρυνση της μισθωτής εργασίας, αλλά και μέσα
από την ενίσχυση του όγκου και της ποιότητας της απασχόλησης και των
θεσμών προσδιορισμού των μισθών.
Απαραίτητη είναι επίσης η άμεση θεσμοθέτηση μέτρων προστασίας (π.χ.
πρόβλεψη για εγγυημένη εργασία) των εργαζομένων που έχασαν ή
αναμένεται να χάσουν την εργασία τους εξαιτίας της υγειονομικής
κρίσης. Όταν αυτοί σήμερα αδυνατούν να επιβιώσουν, ασφαλώς και δεν
μπορούν να περιμένουν το μέσο-μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα ενός
σχεδίου ανάκαμψης.
Η τελευταία μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα;
Το σημαντικότατο ποσό που θα εισρεύσει από την Ε.Ε. στην Ελλάδα, της
παρέχει τη δυνατότητα να γίνει μια σύγχρονη χώρα, με ισορροπημένη και
ανθεκτική οικονομία.
Προϋπόθεση, βέβαια, είναι να υπάρξει κατάλληλος σχεδιασμός για την
πλήρη και στοχευμένη αξιοποίηση αυτών των κονδυλίων.
Η χώρα πρέπει να επιλέξει το νέο παραγωγικό της πρότυπο. Ανοικτή
οικονομία ναι, προσανατολισμός σε εξαγωγές ναι, αλλά με στοχευμένη
υποκατάσταση εισαγωγών και παραγωγική ολοκλήρωση σε
στρατηγικούς τομείς.
Η οικονομική πολιτική στο σύνολό της, καθώς και οι επιμέρους πολιτικές
(εκπαιδευτική, απασχόλησης κλπ) πρέπει να εναρμονιστούν με το νέο
παραγωγικό υπόδειγμα. Να εκπονηθούν τα ανάλογα επιχειρησιακά σχέδια
και έργα στα οποία θα κατευθυνθούν οι διαθέσιμοι πόροι.
Ειδικότερα, η ελληνική οικονομία επιβάλλεται να απαγκιστρωθεί από το
παρωχημένο πρότυπο της παραγωγής αγαθών χαμηλού κόστους
εργασίας.
Να στραφεί στην ποιότητα και στην καινοτομία. Να ενισχύσει την
ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφειά της, μέσα από την παραγωγή
αγαθών και υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης. Με
αξιοποίηση και αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού της.
Το νέο παραγωγικό μοντέλο πρέπει να οδηγεί σε μια ισόρροπη
οικονομία. Χωρίς ισχυρή εξάρτηση από υπηρεσίες χαμηλής έντασης
γνώσης και χωρίς ισχυρή εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από
εισαγωγές. Δίχως εξάρτηση σχεδόν αποκλειστικά από έναν τομέα,
εξαιρετικά ευαίσθητο σε συγκυριακές αναταράξεις, τον τουρισμό.
Παράλληλα, το περιορισμένο μέγεθος του πρωτογενούς τομέα και της
μεταποίησης αυξάνει την αβεβαιότητα για την προοπτική της οικονομίας,
καθιστώντας απαραίτητο τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμισή τους.
Η πρόσφατη πανδημία, με την αποδιάρθρωση των παγκόσμιων αλυσίδων
παραγωγής, έδειξε πόσο αναγκαία είναι η ποσοτική και ποιοτική
αναβάθμιση της εγχώριας αλυσίδας προστιθέμενης αξίας (βλ. 4ο Δελτίο
Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ).
Ποιες Επενδύσεις;
Ως χώρα περικόψαμε τις Δημόσιες Επενδύσεις για να μειώσουμε το
δημόσιο έλλειμμα. Έτσι όμως προκαλέσαμε μεγαλύτερη ύφεση και
διόγκωση του ελλείμματος, απαξιώνοντας τελικά τα δημόσια αγαθά και
τις δημόσιες υποδομές.
Οφείλουμε, λοιπόν, να επενδύσουμε σε νέες σύγχρονες υποδομές
(αποκαθιστώντας τις κατεστραμμένες), στην αναβάθμιση των δημόσιων
αγαθών και πρώτιστα του Δημοσίου Συστήματος Υγείας. Αυτό είναι
άλλωστε το βασικό μάθημα της κρίσης του κορωνοϊού.
Να προχωρήσουμε σε επενδύσεις στην ψηφιακή οικονομία που να
αντιμετωπίζουν το ψηφιακό χάσμα στην οικονομία και να
καταπολεμούν την ανεργία. Οι επιχειρήσεις, κυρίως οι μικρομεσαίες,
πρέπει να ενισχύσουν την ψηφιακή τους παρουσία, για να μην μείνουν
εκτός αγοράς.
Να επενδύσουμε στην «πράσινη ανάπτυξη». Ένα μεγάλο μέρος των
δράσεων πρέπει να υπηρετήσει τον σημαντικό αυτό στόχο. Η πράσινη
ανάπτυξη συνιστά ένα αναπτυξιακό πρότυπο που θέτει στο επίκεντρο τον
άνθρωπο μέσα σε ένα υγιές και αναπτυσσόμενο φυσικό περιβάλλον και
αυτό από μόνο του, της δίνει ένα κοινωνικό πρόσημο.
Μια Νέα Εθνική Κοινωνική Συμφωνία για την Ανάπτυξη, την Εργασία, τη
Γνώση.
Το σχέδιο Ανάπτυξης πρέπει πρώτιστα να γίνει υπόθεση των πολιτών και
της κοινωνίας. Για αυτό οφείλει να τεθεί έγκαιρα στην κρίση των
κομμάτων, των κοινωνικών εταίρων και των πολιτών και μέσω ενός
σοβαρού κοινωνικού διάλογου να καταλήξει σε μια νέα Εθνική
Κοινωνική Συμφωνία.
Πέρα βέβαια και έξω από επαναλαμβανόμενες, εκ του αποτελέσματος
αποτυχημένες, συνταγές εξυπηρέτησης μονοδιάστατων λογικών «της
αγοράς».
Ο ρόλος των προοδευτικών συλλογικοτήτων, κομμάτων, συνδικάτων και
επιμελητηρίων είναι ιδιαίτερα κρίσιμος για να έχει η ανάπτυξη θετικό
κοινωνικό πρόσημο. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει το νέο σχέδιο
Ανάπτυξης να εστιάζει στην Εργασία με ποιότητα και αξιοπρέπεια.
Να δημιουργεί θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης, με αξιοπρεπείς
αμοιβές.
Να διασφαλίζει υψηλό βαθμό συμμόρφωσης στις συλλογικές
συμφωνίες.
Να αναβαθμίζει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, ώστε να πάψει η χώρα
να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης ως προς
την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων (World Economic Forum
2019).
Η χώρα μας πρέπει να ξεφύγει από το μοντέλο υποαπασχόλησης και
υποβαθμισμένης εργασίας (η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρωζώνη σε
ποσοστό ευάλωτης απασχόλησης 26,7% έναντι 10,8% μέσου όρου της
Ευρωζώνης).
Να δώσει ισχυρά κίνητρα στους νέους που έφυγαν στο εξωτερικό, να
επιστρέψουν στη χώρα μας. Τόσο αυτοί, όσο και όσοι έμειναν στην
Ελλάδα, προσβλέπουν σε μια χώρα σύγχρονη, με υψηλό βιοτικό
επίπεδο και με υψηλής ποιότητας υγεία, παιδεία και κοινωνική
προστασία.
Να επενδύσει στο ανθρώπινο δυναμικό της, με αναβάθμιση της δια βίου
μάθησης και της επαγγελματικής κατάρτισης ώστε να υποστηρίζουν τις
νέες επαγγελματικές ανάγκες των εργαζομένων. Είναι αυτονόητο ότι το
κόστος της σημαντικής αυτής επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο
οφείλουν να το επωμιστούν οι επιχειρήσεις και το κράτος.
Σήμερα καμία χώρα δεν μπορεί να θεωρείται σύγχρονη, όταν μεγάλο
ποσοστό των πολιτών της δεν διαθέτει τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες ή
τις αναγκαίες δεξιότητες για αναζήτηση, διατήρηση και βελτίωση της
εργασίας τους. Ούτε νοείται επιτυχημένο αναπτυξιακό σχέδιο χωρίς
πολιτικές που να συνδέουν αποτελεσματικά την εκπαίδευση με την
οικονομία και με την απασχόληση.
Εάν κινηθούμε με βάση τα παραπάνω, πιστεύω ότι θέτουμε τις βάσεις
για μια σύγχρονη και πιο ανθρωποκεντρική οικονομία.
Θέτουμε τις βάσεις για ένα καλύτερο αύριο για τους εργαζόμενους και
για όλους τους πολίτες της χώρας.
ΦΩΤΗΣ ΚΟΛΕΒΕΝΤΗΣ ΑΝΤΙΠΡ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Της
ΕΛΛΑΔΟΣ OKE
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΡΓΑΤΟΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ