Μελέτη της επιστήμης είνε ο κανόνας. Της ποίησης, η εξαίρεση…
Είνε εξαίρεση η πόλη Αυτή. Ποιος θα μπορούσε να την περιγράψει, να την αφηγηθεί… Ποιος θα μπορούσε να γράψει για την επίσκεψη που έμεινε μισή, αναμένοντας τις άλλες μισές της… Ποιος θα μπορούσε να περιγράψει το όνειρο, τη μαγεμένη και μαγική πόλη… εκτός από κείνον που του δίνεται ερωμένη… Μοναδική και πιστή ερωμένη, που ορχείται αραχνοφορούσα νεράιδα μπρος στον καλό της. Ζωντανή. Πλέουσα στην αχλύ του μύθου.
Μπορείς να τη δεις, να την απολαύσεις, να την γευτείς, να την ψαύσεις, να τη χαρείς, να την ερωτευτείς. Μη ζητήσεις, όμως, να σου δοθεί. Ανήκει σε άλλον, δε θέλει να τον αφήσει. Η μοίρα της, την έριξε αλλού. Μοιάζει σε κείνο το φως που συλλέγει ό,τι μπορεί να φωτιστεί, αλλά ανήκει μόνο στον ήλιο του.
Και πάλι, όσες φορές και να πας, θα έχεις την αίσθηση της ανικανοποίησης… αν σου έχει απομείνει κάποια αίσθηση… Αν όλες δε σου ξεφύγουν και μείνουν μόνιμα εκεί, αιχμάλωτες της πόλης και του χρόνου… Γιατί η πόλη είνε αχόρταγη και άπληστη κι ο χρόνος αιώνιος.
Η πρώτη φορά είνε περίεργη. Νοιώθεις να πλανάται στον αγέρα το ρίγος των αιώνων. Χωρίς να καταλαβαίνεις το γιατί. Νοιώθεις να περνά από μέσα σου βουβό κύμα, έλευση σεισμού που φέρνει υλακή στα σκυλιά. Ανατριχιάζεις. Ναι, έτσι… Έρχεται σεισμός. Στην έκρηξή του νοιώθεις ό,τι θέλεις… ό,τι κουβαλάς μέσα σου… όσα γίνανε για σένα… ταυτίζεις το σήμερα με κείνα που σε όρισαν.
Η δεύτερη φορά είνε συγκλονιστική. Σε ταράζει συθέμελα. Γιατί ανακαλύπτεις κι άλλα. Όσα δεν πρόλαβες να δεις την πρώτη φορά. Όσα δε μπόρεσες να λάβεις με τη μυωπική πρώτη φορά. Τα πρόσωπα, που διαβάζεις μέσα από την ιστορία. Τις ντάπιες και το Βουλευτικό. Τα σοκάκια και τα σημάδια της Βενετιάς. Την εκκλησιά των καθολικών. Το πρώτο Γυμνάσιο, το πρώτο φαρμακείο, τον πλάτανο στην πλατεία Συντάγματος, τους ποιητές και τους Φράγκους, το παλατάκι και το ηλιοβασίλεμα… Την πατίνα του καιρού… Την θεία οσμή της μούχλας… Αναγκασμένος να περνάς στις εναλλαγές των διαδοχικών στιγμών από τον μικρό στον κόσμο τον μέγα. Αναγκασμένος να αφήνεσαι έρμαιο του ταξιδιού… που εύχεσαι ποτέ να μην τελειώσει.
Η τρίτη φορά είνε φανταστική. Θέλεις να κάνεις την πόλη αγαπητικιά. Να την κερδίσεις με τα κόλπα σου, την προσφορά σου, την ομορφιά που νομίζεις ότι μόνο εσύ φέρνεις. Λαθεύεις. Δεν είνε μόνο τα καφωδεία της, κι αν μείνεις μόνο σ΄ αυτά δεν είδες και δεν ένοιωσες τίποτα. Δεν ένοιωσες της βροχής τον ήχο στο πλακόστρωτο και τις σκιές που σε ακολουθούν στις νυχτερινές περιπολίες σου. Την υγρασία που σε περιβάλλει για να σου θυμίσει ότι είσαι ζωντανός.
Μη ρωτήσεις για τό όνομα της πόλης. Τα φώτα της χαμηλώνουν το πρωί για να μπορέσεις να δεις το κάστρο του βουνού μέσα από το κάστρο της θάλασσας.
Δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγεννηθείς εκεί. Δε μπορείς, ακόμα κι αν θέλεις, να σε ανιχνεύσει.
Φτωχέ επισκέπτη … που θαρρείς ότι με τρεις φορές χόρτασες …
Πάντα ημιτελής θα είνε η πλεύση. Ακόμα και τη στιγμή που της ορκίζεσαι ότι θα ξανάρθεις.
Η πόλη δε θα σου δοθεί ποτέ. Ανήκει σε άλλον …
θ. σ. σπαντιδέας
28 ιουνίου 2020