Εν μέσω πανδημίας και μιας πολυδιάστατης κρίσης που βιώνει και η ελληνική κοινωνία, το Υπουργείο Παιδείας, χωρίς κανένα διάλογο με τους φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας, εισάγει στη βουλή ένα νομοσχέδιο σημαντικών αλλαγών για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Δεν υπάρχει κοινωνία που να μην κινητοποιείται μπροστά σε μία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και δεν υπάρχει εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που να έχει επιτύχει χωρίς ευρύτερες συναινέσεις. Και όμως, το Υπουργείο Παιδείας αρνήθηκε κάθε διάλογο με την κοινωνία, δηλαδή με τους Εκπαιδευτικούς, τους Συλλόγους Γονέων, τους Νέους της πατρίδας, αλλά και με όλους όσους ασχολούνται με τον ευαίσθητο χώρο της εκπαίδευσης. Είναι προφανής ο λόγος που το Υπουργείο Παιδείας αρνήθηκε κάθε διάλογο, αφού οι εξαγγελθείσες αλλαγές έχουν συγκεκριμένα πολιτικά-ιδεολογικά χαρακτηριστικά, αλλά ταυτίζονται και με συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα στον χώρο της εκπαίδευσης.
Συμφέροντα των λίγων και όχι των πολλών. Συμφέροντα που διεκδικούν μεγαλύτερο χώρο εις βάρος της δημόσιας εκπαίδευσης. Άλλωστε, η Νέα Δημοκρατία, με την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας, είχε ως πρώτο μέλημά της την αναβάθμιση του ρόλου των ιδιωτικών κολλεγίων εις βάρος των δικαιωμάτων όλων των αποφοίτων της τριτοβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης.
Σήμερα, με την επίκληση μιας ψευδεπίγραφης «αριστείας», που τάχα είχε χαθεί και θα πρέπει να επανέλθει στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, εντατικοποιούνται οι σπουδές σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη βασικές αρχές της παιδαγωγικής, αλλά και χωρίς να υπάρχει μέριμνα να υποστηριχτούν με υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό από το κράτος οι προτεινόμενες αλλαγές στη δημόσια εκπαίδευση. Οι ιδεοληψίες της σημερινής κυβέρνησης και της αρμόδιας Υπουργού, επαναφέρουν τον αυταρχισμό και τις ανισότητες στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Όλα γίνονται για να υποστηριχτεί ένα ψεύτικο πολιτικό και ιδεολογικό αφήγημα των «αρίστων», αλλά και για να επωφεληθούν τα ιδιωτικά σχολεία, φροντιστήρια και ιδιωτικά ΙΕΚ (παρότι απέσυραν τις ρυθμίσεις για τα πρότυπα σχολεία, τα ΕΠΑΛ και την αύξηση του αριθμού των μαθητών στην τάξη).
Η κυβέρνηση πρέπει να αποσύρει τώρα το νομοσχέδιο και να ξεκινήσει ένα διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα, μετά από δέκα χρόνια αφαίμαξης πόρων, χρειάζεται μια γενναία χρηματοδότηση για να υποστηρίξει με επάρκεια την αποστολή του. Αύξηση δαπανών για κτιριακές υποδομές, αύξηση δαπανών για προσλήψεις εκπαιδευτικών, αύξηση δαπανών για επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, αύξηση δαπανών για κάθε υλικοτεχνική υποδομή στην νέα απαιτητική ψηφιακή εποχή. Αυτά θα πρέπει να δει το Υπουργείο Παιδείας και να υπαναχωρήσει τώρα μιας «μεταρρύθμισης» που εξυπηρετεί τους λίγους και βρίσκει απέναντι τους πολλούς .
Τέλος, όλοι διεκδικούμε μια σύγχρονη δημόσια εκπαίδευση με εισαγωγή στη νέα ψηφιακή εποχή, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει με σεβασμό στο Σύνταγμα, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις σύγχρονες παιδαγωγικές αρχές. Δεν μπορεί να γίνει με την τοποθέτηση καμερών και την μετατροπή της σχολικής τάξης σε δωμάτιο «μεγάλου αδελφού».