Οι μεγαλύτεροι φόβοι των ανθρώπων είναι κάλπικοι.
Ψεύτης ο φόβος, παιδί μου, μην τον πιστεύεις.
Το χελιδόνι του Bορρά θα μπορούσε να είναι ένα απαλό ιστορικό μυθιστόρημα της Μακεδονίας του προηγούμενου αιώνα, που απορρόφησε τους μεγαλύτερους κραδασμούς της σύγχρονης Ιστορίας. Ωστόσο, για εμένα είναι ένα ξόρκι για τον μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου· τον θάνατο. Ένα εγχείρημα μετάβασης από τον φόβο στη γαλήνη.
Κι έσερνα τον μύθο, δυο χρόνια τώρα, μέσα στα νερά του βάλτου των Γιαννιτσών, στις αχυροκαλύβες του, στα τσοπάνικα κονάκια των λόφων, κι ύστερα στη Σαλονίκη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, κάποτε τον ξεκούρασα κιόλας στα πορνοστάσια των Λαδάδικων και της Μπάρας, κι άλλοτε πάλι τον αγρίεψα με Βούλγαρους Κομιτατζήδες, τον στόλισα με αγνούς καραγκιοζοπαίκτες, τον χρυσοκέντησα με χριστιανούς, μουσουλμάνους κι εβραίους, και στις τελευταίες στροφές της διαδρομής, αναζήτησα τη γνώμη του Άινσταϊν, μήπως έχασα τα βήματά μου μέσα στην παραζάλη της Ιστορίας, απ’ τον Παύλο Μελά μέχρι τη χούντα των συνταγματαρχών, δεν ήταν δα και λίγος ο χρόνος που διένυσε, κι εκείνος μου χαμογέλασε καθησυχαστικά.
«Για ποιο χρόνο μιλάς;» μου είπε, «το σύμπαν είναι άχρονο, κι όλα μέσα του συγχρωτίζονται απολύτως συνδεδεμένα αναμεταξύ τους, παρελθόν, παρόν, μέλλον, εσύ, εγώ, ο άλλος, όλοι εμείς που είμαστε ένα».
«Γιατί να έρχομαι περαστική για τόσο λίγο;» μόλις που πρόλαβα να τον ρωτήσω.
«Μα για την ύπαρξη», μου απάντησε, αλλά είχε κιόλας φύγει. Κι ίσως αυτή να είναι η μοναδική σκοπιμότητα του ανθρώπου πάνω στη γη· να λαγαρίσει την ύπαρξή του.
Ίσως και όλα αυτά να μην είναι τίποτα, παρά μονάχα μια ιστορία, που, αν είχε μιλιά, θα έλεγε: θάνατος δεν υπάρχει!
Λίγα λόγια για το βιβλίο ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ
Αθήνα, 1982.
Η Δάφνη, μια δυναμική αρχιτέκτονας, με αφορμή τη συνάντηση με τον μεγάλο έρωτα των φοιτητικών της χρόνων, θα αναμοχλεύσει αναμνήσεις της ζωής της, για να γυρίσει πολλά χρόνια πίσω και να συναντήσει ανθρώπους που τη σημάδεψαν, πριν κιόλας πάρει την πρώτη της ανάσα.
Κεντρική Μακεδονία, αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ένα μωρό, μοναδικό απομεινάρι μιας φλεγόμενης καλύβας του βάλτου, αγωνίζεται να παραμείνει στη ζωή. Δυο αδέρφια, με τα χέρια φυτεμένα στο μνήμα του πατέρα τους, ορκίζονται να πάρουν εκδίκηση.
Λίγα χρόνια μετά, ένα κορίτσι με μαρμαρωμένα πόδια αποχωρίζεται τον πατέρα του, που τον στέλνουν στην εξορία. Παιδιά της ελληνικής Ιστορίας, ξετυλίγουν το κουβάρι του μύθου μέσα στη δίνη της, όταν εκείνη τρυπώνει ύπουλα στις ζωές τους για να τις συγκλονίσει, σε μια παραμυθένια πολιτεία, τα Γιαννιτσά, έναν ζωντανό μπερντέ με τα παλάτια του και τις καλύβες του, κι ανθρώπους λογιών λογιών που θα περάσουν εμπρός του, δειλούς και ήρωες, εχθρούς και φίλους.
Η ΙΣΜΗΝΗ Χ. ΜΠΑΡΑΚΛΗ κατάγεται από το Ναύπλιο. Φοίτησε στο St. George Commercial College και εργάστηκε επί σειρά ετών σε μεγάλη οικονομική εφημερίδα ως υπεύθυνη Εκδηλώσεων και Συνεδρίων. Είναι παντρεμένη και μητέρα ενός παιδιού. Γράφει για παιδιά και μεγάλους.