Σε ριζικό επανασχεδιασμό της στρατηγικής για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα προχωρήσουν οι τράπεζες αμέσως μετά το stress test, με στόχο την επιτάχυνση των ρυθμών μείωσης των προβληματικών δανείων.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Τράπεζα της Ελλάδος, υπουργείο Οικονομικών και Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), σε συνεργασία με τις διοικήσεις των τραπεζών, θα επανεξετάσουν το μεγάλο πρόβλημα των κόκκινων δανείων και τις δυνατότητες αξιοποίησης όλων των διαθέσιμων επιλογών για καλύτερα αποτελέσματα: από τη σύσταση ειδικής bad bank μέχρι τη δημιουργία ειδικού φορέα που θα παρέχει εγγύηση σε τμήμα των κόκκινων δανείων των τραπεζών.
Σημειώνεται ότι –παρά τη θετική εικόνα στη μείωση των κόκκινων δανείων τους τελευταίους μήνες– οι τράπεζες έχουν καθυστερήσει πάρα πολύ, ενώ εξαιρετικά φτωχά είναι τα αποτελέσματα τόσο σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις – αναδιαρθρώσεις δανείων όσο και από εργαλεία όπως ο εξωδικαστικός μηχανισμός.
Τραπεζικές πηγές τονίζουν ότι για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων –που σήμερα φτάνουν τα 90 δισ. ευρώ– δεν υπάρχει μια και μόνο λύση, αλλά πρέπει να υπάρξει συνδυασμός λύσεων και εργαλείων.
Η μελέτη του ΤΧΣ
Το ΤΧΣ έχει πραγματοποιήσει μελέτη για την επίλυση των μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών ανοιγμάτων (NPEs), την οποία έχει παραδώσει, μεταξύ άλλων, στο υπουργείο Οικονομικών και στην Τράπεζα της Ελλάδος. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», η μελέτη περιγράφει τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των 5 βασικότερων εργαλείων για τη μείωση των NPEs:
• Διακράτηση και διαχείρισή τους από τις τράπεζες. Στα θετικά στοιχεία είναι ότι οι τράπεζες μπορούν να πετύχουν το καλύτερο θετικό αποτέλεσμα με την εξεύρεση των πιο αποδοτικών λύσεων τόσο για τις ίδιες όσο και για τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, διατηρούν τη σχέση με τον δανειστή. Στα αρνητικά είναι ότι κάθε «προβληματική» περίπτωση πρέπει να εκτιμηθεί και να αντιμετωπιστεί με ιδιαίτερο τρόπο, κάτι που συνεπάγεται πολύ μεγάλο όγκο εργασίας για τις τράπεζες. Επίσης υπάρχει κίνδυνος εφησυχασμού με τις τράπεζες να κινούνται με αργούς ρυθμούς, όπως είχε γίνει τα τελευταία χρόνια, διαιωνίζοντας το πρόβλημα.
• Παροχή εγγύησης – Asset Protection Schemes (APS). Ειδικός φορέας θα εγγυηθεί τμήμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία θα παραμείνουν στη διαχειριστική ευθύνη των τραπεζών. Για την παροχή της εγγύησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση μέρος των 10 δισ. ευρώ του προγράμματος για τις τράπεζες που δεν αξιοποιήθηκαν, σε συνδυασμό με ιδιωτικούς πόρους και κεφάλαια από υπερεθνικούς οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων κ.ά. Στα συν του APS περιλαμβάνεται ότι παρέχεται έμμεση κεφαλαιακή ενίσχυση στις τράπεζες χωρίς επίπτωση στους υφισταμένους μετόχους των τραπεζών, αποφεύγεται η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων (που ενέχει κόστος), δίνεται μεγαλύτερη άνεση χρόνου στις τράπεζες να εργαστούν για την εξεύρεση των αποδοτικότερων λύσεων. Στα αρνητικά είναι ότι απαιτείται κρατική συμμετοχή, το κόστος της αμοιβής του εγγυητή αλλά και ότι το σχήμα είναι ευαίσθητο σε τυχών επιδείνωση της κατάστασης των NPEs και εμφάνιση σχετικών ζημιών.
• «Κακή» τράπεζα – Asset Management Companies (AMC). Πρόκειται για ειδικού τύπου τράπεζα, στην οποία θα μεταβιβαστούν κόκκινα δάνεια. Στα πλεονεκτήματα του εργαλείου είναι η άμεση εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, ενώ δημιουργεί οικονομίες κλίμακας και εξειδικευμένη, ανεξάρτητη, διαχείριση. Στα αρνητικά είναι η επίπτωση στα κεφάλαια των τραπεζών, η οποία θα είναι περίπου αντίστοιχη των κόκκινων δανείων που θα μεταφερθούν, νομικά ζητήματα, η εταιρική διακυβέρνηση και το σχετικά υψηλό κόστος λειτουργίας.
• Τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων. Στα θετικά, το ότι πρόκειται για ένα δοκιμασμένο και αποτελεσματικό εργαλείο, προσφέρει ευελιξία στο τι δάνεια/ρίσκο θα περιλαμβάνει, οι τιτλοποιήσεις μπορούν να διατεθούν σε διαφορετικούς επενδυτές. Στα μειονεκτήματα, το αρχικό υψηλό κόστος δημιουργίας, η τιμολόγηση, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι η ανακτήσεις δανείων θα επαρκούν για την πληρωμή των επενδυτών.
• Πωλήσεις NPEs σε τρίτους. Στα πλεονεκτήματα είναι ότι ο κίνδυνος μεταφέρεται εξ ολοκλήρου στον αγοραστή των δανείων, ότι μπορούν να διατεθούν πολλά και διαφορετικά χαρτοφυλάκια NPEs, εξυγιαίνουν τους τραπεζικούς ισολογισμούς, η διαχείριση των NPEs θα περάσει σε εξειδικευμένα χαρτοφυλάκια. Στα πλην είναι η χαμηλή τιμή πώλησης, τα σημαντικά κόστη μεταβίβασης, η διασφάλιση της διαφάνειας των δανείων που πωλούνται και ότι όλο το όφελος μιας οικονομικής ανάκαμψης και βελτίωσης των συνθηκών περνά στον αγοραστή των δανείων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το χαμηλότερο κόστος για τις τράπεζες εμπεριέχει η λύση της διακράτησης, ωστόσο αποτελεί και την πιο χρονοβόρα διαδικασία αντιμετώπισης των NPEs.