Στην αθέατη πλευρά καθοριστικών γεγονότων για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα βρίσκεται η μορφή μιας γυναίκας, που ήταν μια «ιεροφάντις των στασιαστικών ιδεών», όπως έγραψαν σύγχρονοί της.
Η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, το γένος Καλαμογδάρτη, που χαρακτηρίστηκε ως η Ελληνίδα μαντάμ Ρολάν [¹], είχε καθοριστικό ρόλο στη «Ναυπλιακή Επανάσταση», τη μεγαλύτερη εξέγερση εναντίον του Οθωνα, ενώ φαίνεται ότι είχε «περιφερειακό» ρόλο και στη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια.
Η κυρα-Καλλιόπη, όπως την αποκαλούσαν στο Ναύπλιο, την πόλη όπου πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της, περιγράφεται ως γοητευτική, επιβλητική γυναίκα, με μεγάλη μόρφωση, εμποτισμένη με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, με αξιοθαύμαστες ρητορικές ικανότητες, αλλά και πολλά αινιγματικά στοιχεία.
Οπως έγραψε, λίγες μέρες μετά τον θάνατό της, η «Εφημερίς των Κυριών» της Καλλιρρόης Παρρέν, η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου «είχε αποστηθίσει την Γαλλικήν επανάστασιν» και «ωνειροπόλει να ζήση και να αποθάνη ίσως ως η μεγάλη επαναστάτις Ρολάν» [²].
Η επιρροή της στην πολιτική σκέψη του κινήματος του Ναυπλίου ήταν εμφανής στα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στην ολιγοήμερη επαναστατική έκδοση της εφημερίδας «Ο Συνταγματικός Ελλην». Σε αυτά γίνονταν αναφορές στην 25η Μαρτίου 1821, στη Γαλλική Επανάσταση και φυσικά στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Αυτή η σημαντική προσωπικότητα του 19ου αιώνα είχε γεννηθεί στις 26 Ιουλίου 1809 στην Πάτρα. Πατέρας της ήταν ο Ανδρέας Καλαμογδάρτης, ένας αμφιλεγόμενος πρόκριτος της αχαϊκής πόλης, ενώ η μητέρα της προερχόταν από την αρχοντική οικογένεια των Παπαδιαμαντόπουλων.
Στη Ζάκυνθο
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821, ο πατέρας της φρόντισε να φύγουν από την πόλη η γυναίκα του με τα τρία κορίτσια τους, την Καλλιόπη, τη Μαρία και τη Θεώνη, και μέσω της αγγλοκρατούμενης Ζακύνθου έφτασαν στην Ανκόνα της Ιταλίας.
Στην Πάτρα, εκτός από τον πατέρα της, είχε μείνει και ο αγαπημένος της αδελφός, Αντώνης Καλαμογδάρτης (1810- 1865), που πήρε ενεργό μέρος στην Επανάσταση και αργότερα ασχολήθηκε με την ποίηση και την πολιτική.
Η 12χρονη Καλλιόπη στη διάρκεια της παραμονής της στην Ιταλία δεν έμεινε αδρανής. Μάθαινε συνεχώς νέα για την Ελλάδα, διάβαζε πολύ και εκεί έμαθε για τη Γαλλική Επανάσταση και γοητεύτηκε από τις ιδέες της. Εκανε ιππασία και διδάχτηκε την ιταλική, την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα, τις οποίες μιλούσε με μεγάλη ευχέρεια.
Το 1825 η Καλλιόπη έπεισε τη μητέρα της να αναχωρήσουν από την Ιταλία με ένα ελληνικό πλοίο, με το οποίο έφτασαν στο Ναύπλιο, όπου βρισκόταν ήδη ο πατέρας της.
Στο σπίτι τους γίνονταν κάθε βράδυ συγκεντρώσεις των σπουδαιότερων πολιτών του Ναυπλίου. Η Καλλιόπη, που διέφερε από τις γυναίκες της εποχής της, προκαλώντας πολλές φορές τον φθόνο τους, συμμετείχε ενεργά συνομιλώντας με τους παριστάμενους.
Σε μια τέτοια συνάντηση τη γνώρισε ο Σπυρίδων Παπαλεξόπουλος, ο οποίος, εκτιμώντας την προσωπικότητά της, τη ζήτησε σε γάμο.
Στις αρχές του 1826 αρραβωνιάστηκαν και δύο χρόνια αργότερα, λίγο μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο, παντρεύτηκαν.
Πριν συμπληρωθεί χρόνος, ο πατέρας της και ο σύζυγός της μαζί με άλλους προκρίτους του τόπου έπεσαν στη δυσμένεια του κυβερνήτη. Στα μέσα του 1831, ο πατέρας και ο αδελφός της Καλλιόπης είχαν φυλακιστεί μαζί με άλλους στο Παλαμήδι.
Ο σύζυγός της και ο αδελφός του Νικόλαος, για να αποφύγουν παρόμοια τύχη, έφυγαν κρυφά στην Υδρα, όπου ήδη είχε αρχίσει να «ζυμώνεται» η ιδέα της δολοφονίας του Καποδίστρια.
Η Καλλιόπη παρέμεινε στο σπίτι της μόνη με τα δυο παιδιά της, τον Ναπολέοντα και τον Επαμεινώνδα, ενώ αργότερα απέκτησε ακόμα ένα, τον Αλέξιο.
Οπως περιγράφει στο βιογραφικό έργο του ο Νικόλαος Κ. Κασομούλης, ο Καλομογδάρτης ζήτησε από την κόρη του να μεσολαβήσει στους υπό περιορισμό στο Ναύπλιο Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, με τους οποίους διατηρούσε φιλικές σχέσεις, και να βοηθήσει να πειστούν να δολοφονήσουν τον Καποδίστρια.
Η Καλλιόπη, μόλις τους είδε, τους αποκάλεσε με τα ονόματα των τυραννοκτόνων Αρμόδιου και Αριστογείτονος και αφού πείστηκαν να προχωρήσουν στο έγκλημα, συνέχισε να τους αποκαλεί έτσι [³].
Μετά τον θάνατο του Καποδίστρια, η Επταμελής Διοικητική Επιτροπή διόρισε τον Σπυρίδωνα Παπαλεξόπουλο διοικητή Ναυπλίου και Αργους.
Το αρχοντικό της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου έγινε για ακόμη μια φορά τόπος συνάντησης των ξένων αξιωματικών της φρουράς και των πολεμικών πλοίων που ναυλοχούσαν στο λιμάνι της πόλης.
Εκεί βέβαια σύχναζαν και οι προύχοντες και οι μορφωμένοι Ελληνες του τόπου.
Στην εποχή των Βαυαρών
Τότε έφτασε στο Ναύπλιο ο νεαρός βασιλιάς Οθωνας με τη βαυαρική συνοδεία του.
Με τις πρώτες Δημαιρεσίες, ο Σπυρίδων Παπαλεξόπουλος εκλέχτηκε δήμαρχος του Ναυπλίου. Από τότε οι πολίτες του Ναυπλίου τον τίμησαν πολλές φορές εκλέγοντάς τον δήμαρχο.
Ο ίδιος έλεγε ότι τη μεγάλη δημοτικότητα και επιτυχία του την όφειλε κυρίως στη σύζυγό του.
Μετά την 3η Σεπτεμβρίου 1843, ο Παπαλεξόπουλος πήγε στην Αθήνα ως πληρεξούσιος του Ναυπλίου στην Εθνική Συνέλευση.
Η Καλλιόπη ακολούθησε τον άνδρα της στην Αθήνα και δεν άργησε να κάνει το σπίτι της επίκεντρο της αγγλόφιλης παράταξης, της οποίας αρχηγός ήταν ο παλιός της φίλος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Ωστόσο, αργότερα περιόρισε την παραμονή της στην Αθήνα και περνούσε τον περισσότερο χρόνο στο αγαπημένο της Ναύπλιο.
Ομως, από το 1850 η μοίρα τής έδειξε το πιο σκληρό πρόσωπό της. Μέσα σε μια πενταετία πέθαναν ο πατέρας της, δύο γιοι της, πρώτα ο 16χρονος Αλέξιος και μετά ο Ναπολέων, ο σύζυγός της (22-7-1851) και τέλος ο αδελφός της Αντώνης, που αυτοκτόνησε στην Πάτρα.
Το ωραίο σαλόνι της ερήμωσε. Η Καλλιόπη μαυροφορεμένη θρηνούσε. Αποσύρθηκε από τον κόσμο και δεν ξαναβγήκε από το σπίτι της, όπου δεχόταν μόνο λίγους στενούς συγγενείς.
Ο εθελούσιος εγκλεισμός της τέλειωσε όταν πληροφορήθηκε τις κινήσεις της αντιπολίτευσης εναντίον του Οθωνα.
Οι κυβερνητικοί απέδιδαν το αντιοθωνικό μένος της στο ότι της αρνήθηκαν σύνταξη χήρας γερουσιαστή [⁴]. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είχε βάση τόσο λόγω του εν γένει βίου της, όπως επισήμαιναν οι εφημερίδες της εποχής, όσο και λόγω των επαναστατικών ιδεών της.
Η Καλλιόπη άνοιξε ξανά το σαλόνι της και εκεί άρχισε να εξυφαίνεται το σχέδιο μιας επανάστασης, με εθνικούς και δημοκρατικούς ιδεολογικούς άξονες, που έρχονταν από την παράδοση των Εθνοσυνελεύσεων του ’21 και την πολιτική σκέψη της Γαλλικής Επανάστασης.
Ο ιστορικός Επαμεινώνδας Κ. Κυριακίδης θεωρεί ότι από τους πολίτες, μοχλοί της στάσεως ήταν ο πρόξενος του Βελγίου, Σ. Ζαβιτσάνος, και η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, για την οποία γράφει ότι ήταν «ιεροφάντις των στασιαστικών ιδεών» και την παρομοιάζει με τις γυναίκες που πολιτεύτηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση.
Η Παπαλεξοπούλου «μετέδιδε διά της φλεγούσης ευγλωττίας της τας ανατρεπτικάς αυτής ιδέας, παρέσυρε πάντας εις την στάσιν, προέτρεπε και ενεθάρρυνε την νεολαίαν, μετέδωκε τας πεποιθήσεις αυτής εις πλείστας των κυρίων του Ναυπλίου (…)» [⁵].
Πραγματικά, την 1η Φεβρουαρίου 1862, ξεσπά στο Ναύπλιο η εξέγερση, η οποία, όπως αναφέρει ο Κυριακίδης, εξελίχθηκε σε έναν εμφύλιο πόλεμο, με πολλά θύματα και από τις δύο πλευρές.
Η τελευταία μάχη έγινε στις 18 Μαρτίου και συνοδεύτηκε από σφοδρό κανονιοβολισμό από την πλευρά του κυβερνητικού στρατού.
Ατρόμητη
Μαρτυρίες αναφέρουν ότι στη διάρκεια του κανονιοβολισμού, η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου στεκόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού της αψηφώντας τις σφαίρες και ενθάρρυνε τους στασιαστές φωνάζοντας: «Το Μεσολόγγιον ησφάλισε την ανεξαρτησίαν του Εθνους, το δε Ναύπλιον θέλει εξασφαλίση τας ελευθερίας του».
Ο αρχηγός του κυβερνητικού στρατού, ο Ελβετός υποστράτηγος Αμαδαίος-Εμμανουήλ Xαν, παλιός οικογενειακός φίλος, πληροφορούμενος τη στάση της και φοβούμενος μήπως πάθει κακό από τις οβίδες, της έστειλε μήνυμα να απομακρυνθεί από την πόλη ή τουλάχιστον να κλειστεί στο σπίτι της.
Η απάντησή της έφτασε αμέσως, γραμμένη σε ένα επισκεπτήριό της.
«ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΠ. ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Λαμβάνει την τιμήν να ειδοποιήση τον στρατηγό Χαν ότι δεν φοβείται τίποτε άλλο παρά τους ποντικούς».
Την Κυριακή του Πάσχα 8 Απριλίου, ο κυβερνητικός στρατός έμπαινε στο Ναύπλιο. Οσοι στασιαστές δεν είχαν αμνηστευτεί, πήγαν, μετά τη λειτουργία, στο σπίτι της κυρα-Καλλιόπης, φίλησαν το χέρι της και επιβιβάστηκαν στα πλοία ακολουθώντας τον δρόμο της αυτοεξορίας [⁶].
Από τη στιγμή εκείνη η Καλλιόπη έδωσε εντολή να κλείσουν τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού της, απ’ όπου δεν βγήκε για τους επόμενους 7 μήνες μέχρι την εκθρόνιση του Οθωνα.
Λίγες μέρες μετά την αποχώρηση των Βαυαρών από την Ελλάδα, η Προσωρινή Κυβέρνηση έστειλε στο Ναύπλιο το πολεμικό πλοίο «Ελλάς» με τον συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο, για να συνοδεύσει τη Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου στην Αθήνα.
Η Καλλιόπη με πολλές δυσκολίες πείστηκε να πάει και αυτό για να υποδεχθεί τους επαναστάτες του Ναυπλίου που επέστρεφαν από την εξορία.
Η υποδοχή που της έκαναν στον Πειραιά και στην Αθήνα ήταν θερμή και ενθουσιώδης. Παντού όπου περνούσε με το αμάξι την έραιναν με λουλούδια, ενώ παρατέθηκε επίσημο γεύμα προς τιμήν της στον Βοτανικό Κήπο.
Οταν επέστρεψε στο Ναύπλιο, η επαναστάτρια του 19ου αιώνα ξανακλείστηκε στο σπίτι της, απ’ όπου δεν βγήκε πια μέχρι τον θάνατό της, στις 8 Σεπτεμβρίου 1898, παίρνοντας για πάντα μαζί της τα μυστικά που κρατούσε μέσα της [⁷].
Η αιματοβαμμένη εξέγερση του Ναυπλίου
Η εξέγερση του Ναυπλίου, που έμεινε στην ιστορία ως «Ναυπλιακή Επανάσταση» ή «Ναυπλιακά», ήταν η μεγαλύτερη επανάσταση εναντίον του Βαυαρού μονάρχη μετά την 3η Σεπτεμβρίου 1843.
Από το 1861 σποραδικές εξεγέρσεις καταγράφονταν σε όλη τη χώρα. Ομως, η συγκέντρωση στο Ναύπλιο πολλών αξιωματικών αντίθετων στη Βαυαροκρατία, εξόριστων ή φυλακισμένων, κατέστησε την πόλη σημαντικό κέντρο του αντιδυναστικού αγώνα.
Ψυχή της αντιδυναστικής κίνησης ήταν ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμιος Μίχος, που υπηρετούσε στη φρουρά της πόλης, ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος και ο υπολοχαγός Δημήτριος Θ. Γρίβας, που ήταν κρατούμενοι στο Παλαμήδι.
Με επίκεντρο το αρχοντικό της Παπαλεξοπούλου, όπου γίνονταν όλες οι συζητήσεις και προετοιμασίες, μυήθηκαν πολλά στελέχη του στρατού και ορίστηκε η 3η Φεβρουαρίου 1962 ως ημέρα της εξέγερσης.
Ομως, ένα απρόβλεπτο γεγονός επέσπευσε την έναρξή της.
Συγκεκριμένα, το βράδυ της 30ής Ιανουαρίου βρέθηκαν στο Αργος τοιχοκολλημένες αφίσες με περιεχόμενο εναντίον του βασιλικού ζεύγους.
Η Αστυνομία συνέλαβε ως υπόπτους έναν υπηρέτη του προξένου του Βελγίου Ζαβιτσάνου, τον γραμματοκομιστή του ταχυδρομικού γραφείου Ναυπλίου και τον γραφέα του δικηγόρου Ιωαν. Παπαζαφειρόπουλου.
Ομως, οι δύο πρώτοι είχαν βρεθεί εκεί με άλλη αποστολή. Ο υποδιευθυντής του ταχυδρομείου Ναυπλίου τους είχε παραδώσει την ταχυδρομική σφραγίδα για να ανοίξουν τον ταχυδρομικό σάκο, να αφαιρέσουν μια επιστολή του Ζαβιτσάνου προς τον Αλέξιο Μίχο, αδελφό του Αρτέμη Μίχου, και να τον κλείσουν ξανά.
Ετσι, όταν συνελήφθησαν είχαν στα χέρια τους την επιστολή, την οποία κατέσχεσε ο αστυνόμος.
Το άλλο πρωί, μαθαίνοντας ο νομάρχης τι είχε συμβεί, υπέθεσε, σωστά, ότι η επιστολή έκρυβε κάτι ύποπτο. Γι’ αυτό πήγε ο ίδιος στο Αργος, όπου είχε φτάσει ήδη ο πρόξενος του Βελγίου απαιτώντας να του δοθεί η επιστολή του.
Ο νομάρχης αρνήθηκε, πήρε την επιστολή και επέστρεψε στο Ναύπλιο, όπου επικοινώνησε με τον εισαγγελέα Εφετών για να του επιτραπεί να την αποσφραγίσει. Ωστόσο, δεν του δόθηκε άδεια.
Γι’ αυτό ο νομάρχης συνέταξε μια αναφορά, επισύναψε την επιστολή και με ένα ατμόπλοιο που αναχωρούσε το ίδιο βράδυ για Πειραιά την έστειλε στο υπουργείο Εσωτερικών.
Οπως διαπιστώθηκε αργότερα, ο φάκελος περιείχε μια επιστολή του Αρτέμη Μίχου στον αδελφό του και έναν άλλο φάκελο με αποδέκτη τον αξιωματικό Μάνεση και επιστολή προς διαφόρους στρατιωτικούς, που τους ενημέρωνε ότι το κίνημα θα γινόταν το Σάββατο 3 Φεβρουαρίου.
Μετά απ’ αυτή την εξέλιξη αποφασίστηκε να επισπευστεί η έναρξη της επανάστασης, η οποία εξερράγη στις 3 τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου.
Με την επικράτηση της επανάστασης στην πόλη, ορίστηκε 11μελής κυβερνητική επιτροπεία, η οποία εξέδωσε ανακοίνωση με τα αιτήματα της επανάστασης.
Είναι εμφανές ότι αποφεύγεται η ευθεία αμφισβήτηση του Οθωνα και τίθενται τα εξής αιτήματα:
«1. Κατάπτωσις του συστήματος (…) και αναγόρευσις νέου εγγυωμένου τας ελευθερίας του λαού και την εφαρμογήν των ετέρων δύο επομένων αρχών
2. Διάλυσις της (…) υπαρχούσης Βουλής και
3. Συγκρότησις εθνοσυνελεύσεως» [⁸].
Αξιοσημείωτο είναι ότι παρά τη μεγάλη λαϊκή συμμετοχή απουσιάζουν εντελώς τα κοινωνικά αιτήματα, γεγονός που θα πρέπει να αποδοθεί στην αρχηγική συμμετοχή δικαστών, δικηγόρων, ανώτερων στρατιωτικών και γενικότερα εκπροσώπων των ανώτερων κοινωνικών τάξεων.
Στις μάχες που ακολούθησαν η πιο σφοδρή έγινε την 1η Μαρτίου και σ’ αυτήν έχασαν τη ζωή τους πολλοί Ελληνες και από τις δύο πλευρές, ενώ τελείωσε με νίκη του κυβερνητικού στρατού.
Ακολούθησαν σποραδικές μάχες, οι οποίες σταμάτησαν οριστικά στις 24 Μαρτίου, όταν έφτασε από την Αθήνα το διάταγμα για γενική αμνηστία, από την οποία εξαιρούνταν 19 άτομα στους οποίους επιτράπηκε να φύγουν με δύο πλοία στη Σμύρνη.
Στις 8 Απριλίου 1862 ο κυβερνητικός στρατός εισήλθε στο Ναύπλιο.
«Αλλ’ εάν η Ναυπλιακή στάσις κατεστάλη το χυθέν αδελφικόν αίμα βαθυτέραν την διαίρεσιν κατέστησεν», συνόψισε ο ιστορικός Επαμεινώνδας Κυριακίδης.
► Πηγές
[¹] Η Μαρί-Ζαν Ρολάν (Marie-Jeanne Roland), γνωστότερη απλώς ως Μαντάμ Ρολάν (17 Μαρτίου 1754 – 8 Νοεμβρίου 1793), ήταν Γαλλίδα επαναστάτρια και σημαντικό μέλος της πολιτικής ομάδας των μετριοπαθών Γιρονδίνων, που είχε αποσπαστεί από τους Ιακωβίνους και έφτασε στο απόγειο της δύναμής της στη Γαλλική Επανάσταση. Ηταν σύζυγος του επαναστάτη Ρολάν ντε λα Πλατιέρ.
[²] «Εφημερίς των Κυριών», φ. 13.9.1898.
[³] Νικόλαου Κ. Κασομούλη, «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων» (1821-1833), Τόμος Γ’, Εκδόσεις «Πελεκάνος», Αθήνα, 1942, σελ. 434.
[⁴] «Εφημερίς», φ. 8.9.1898.
[⁵] Επαμεινώνδα Κ. Κυριακίδη, Ιστορία του σύγχρονου Ελληνισμού (1832-1892), Τόμος Β’, Αθήνα 1892, σελ. 127.
[⁶] Περιοδικό «Μπουκέτο», τεύχος 2.12.1926.
[⁷] «Εφημερίς των Κυριών», φ. 20.9.1898.
[⁸] Επαμεινώνδα Κ. Κυριακίδη, ό.π. σελ. 132-133.