«Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται» λέει η παροιμία, και η αστική τάξη της χώρας, επιβεβαιώνοντάς την, σπεύδει να επωφεληθεί από τις ανακατατάξεις που πυροδοτούν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί και ανταγωνισμοί στην ευρύτερη περιοχή, επιδιώκοντας να αναβαθμίσει τον περιφερειακό της ρόλο.
Υπηρετώντας αυτόν το σχεδιασμό, η κυβέρνηση γίνεται όλο και πιο δραστήρια, όπως δείχνουν η συζήτηση με τις ΗΠΑ για επέκταση της στρατιωτικής συνεργασίας και αναβάθμιση της Σούδας, η σύσφιξη των σχέσεων με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, οι συμφωνίες με αμερικανικά και άλλα μονοπώλια για έρευνες υδρογονανθράκων στη Δυτική και Νότια Ελλάδα, η κινητικότητα στα Βαλκάνια, η αναζήτηση ρόλου στην κρίση των χωρών του Κόλπου κ.ά.
Η κινητικότητα αυτή βαφτίζεται από τον φιλοκυβερνητικό Τύπο «νέο σχέδιο παρεμβατικής πολιτικής, με στόχο την αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της χώρας» και προεξοφλείται ότι αποτελεί «κεντρική προτεραιότητα για τον ίδιο τον πρωθυπουργό», αναπαράγοντας σημεία από την ομιλία του στο πρόσφατο συνέδριο του «Concordia», υπό τον τίτλο «Νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής από την Αθήνα».
Στο εν λόγω συνέδριο ο Αλ. Τσίπρας είχε παρομοιάσει το όραμά του για την Ελλάδα «σαν ένα μεγάλο δέντρο που έχει τις ρίζες του στη Δύση, στην Ενωμένη Ευρώπη, αλλά μπορεί να απλώνει τα μεγάλα κλαδιά του παντού. Και στο Βορρά και στο Νότο και στην Ανατολή», με στόχο «να αναδειχθεί, ως χώρα, παγκόσμιος κόμβος εμπορίου, μεταφορών, Ενέργειας, τουρισμού, πολιτισμού για την ευρύτερη περιοχή».
Ο στόχος αυτός, άμεσα συνδεδεμένος με την ανάκαμψη της οικονομίας, προϋποθέτει τη βαθύτερη εμπλοκή της Ελλάδας στα σχέδια και τους ανταγωνισμούς ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών και κέντρων, ως μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, με ανυπολόγιστους κινδύνους για το λαό. Οι κίνδυνοι αυτοί γίνονται ακόμα μεγαλύτεροι εξαιτίας της ρευστότητας και της αναδιάταξης δυνάμεων που βρίσκεται σε εξέλιξη ακόμα και μέσα στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, κάνοντας ακόμα πιο σύνθετους τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τη σύγκρουση συμφερόντων.
Η πολιτική αυτή κάθε άλλο παρά προάγει τη συνεργασία και την ειρήνη στην περιοχή, όπως διατείνεται η κυβέρνηση, ούτε βέβαια εκτυλίσσεται σε «κενό αέρος». Αντιθέτως, αποτελεί μέρος ευρύτερων σχεδιασμών, εκφράζεται στην πράξη με εμπλοκή σε πολεμοκάπηλα σχέδια. Τέτοια είναι, για παράδειγμα, η παροχή διευκολύνσεων στις ΗΠΑ μέσω της βάσης της Σούδας, η οποία οσονούπω αναβαθμίζεται με την εγκατάσταση εκεί Αμερικανών πεζοναυτών, σύμφωνα με δημοσιεύματα στον Τύπο, ενδεχομένως και μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Ταυτόχρονα, ελληνικές ένοπλες δυνάμεις συμμετέχουν σε αποστολές εκτός συνόρων, ενώ παρέχεται «γη και ύδωρ» στο ΝΑΤΟ, όπως πριν από λίγες μέρες, με τη διέλευση και φιλοξενία στρατιωτικών δυνάμεων προς Ρουμανία, έχοντας στο στόχαστρο τη Ρωσία, στο πλαίσιο ασκήσεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Φυσικά, ως κράτος – μέλος της ΕΕ, η Ελλάδα παρακολουθεί τη συζήτηση και στηρίζει τους σχεδιασμούς για συγκρότηση αυτοτελών στρατιωτικών μηχανισμών, ικανών να υπηρετήσουν τα συμφέροντα των ευρωενωσιακών μονοπωλίων, συμπληρωματικά με τ ΝΑΤΟ και ενώ στο εσωτερικό της ΕΕ φουντώνει ο προβληματισμός για την ασφάλειά της, ιδιαίτερα μετά το Brexit, την εκλογή Τραμπ και την όξυνση της κόντρας Γερμανίας – Τουρκίας.
Tο «νέο δόγμα της παρεμβατικής πολιτικής» δεν είναι καθόλου νέο. Φανερώνει τη διάθεση και την προθυμία της κυβέρνησης «να παίξει τα ρέστα» της, προκειμένου να υπηρετήσει στρατηγικούς στόχους και ανάγκες του κεφαλαίου μέσα στο ευρωΝΑΤΟικό πλαίσιο.
Απ αυτήν τη σκοπιά, τίποτα καλό δεν προμηνύει για το λαό. Μόνη εγγύηση για τα πραγματικά του συμφέροντα είναι το δυνάμωμα της αντιιμπεριαλιστικής πάλης και της αλληλεγγύης με τους άλλους λαούς της περιοχής, το δυνάμωμα της συμμαχίας και του αγώνα ενάντια στο σύστημα της ταξικής εκμετάλλευσης και του ιμπεριαλιστικού πολέμου.