Η Κεντρική και η Ανατολική Μακεδονία αποτελούν τις περιοχές όπου κυρίως καλλιεργείται μη γενετικά τροποποιημένη σόγια, μέσω συμβολαιακής γεωργίας. Καθώς το 99% της παραγωγής χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοντίζελ, το υποπροϊόν εξάγεται στην Ολλανδία και κατεργάζεται για να γίνει ζωοτροφή.
Παράλληλα και άλλες καλλιέργειες κτηνοτροφικών ψυχανθών εφαρμόζονται ως εναλλακτικές πρωτεϊνούχες ζωοτροφές στην Ελλάδα, όπως το μαύρο κουκί, το λευκό λούπινο, το ρεβίθι και το μπιζέλι που συγκαλλιεργούνται με άλλα χειμερινά σιτηρά, όπως βρώμη, σιτάρι και κριθάρι. Αυτά τα κτηνοτροφικά φυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για αμειψισπορά στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ. Ιδιαίτερα το λούπινο, μπορεί να αντικαταστήσει τη σόγια στα σιτηρέσια των προβάτων χωρίς καμία μείωση της ποσότητας και της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. Επιπλέον, η συγκαλλιέργεια ψυχανθών (πχ. βίκος) και σιτηρών (πχ. κριθάρι, βρώμη) για ενσίρωση ή σανό επιτρέπει τη μείωση της χρήσης σογιαλεύρου στο ολικό σιτηρέσιο των προβάτων.
Είναι λοιπόν αναγκαία η χάραξη μιας στρατηγικής, η οποία θα πριμοδοτήσει και θα βοηθήσει περαιτέρω στην επέκταση της καλλιέργειας των εγχώριων κτηνοτροφικών ψυχανθών. Αυτά με τη σειρά τους θα μπορέσουν σε μεγάλο βαθμό να μειώσουν τη χρήση της εισαγόμενης σόγιας. Τα εγχώρια κτηνοτροφικά ψυχανθή, κυρίως το κουκί, το κτηνοτροφικό ρεβίθι, το κτηνοτροφικό μπιζέλι, το λαθούρι, καθώς και οι νέες ποικιλίες λούπινου (γλυκόσπερμες), θα μπορούσαν να οδηγήσουν τη χώρα μας αν όχι στην αυτάρκεια, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό να καλύψουν τις ανάγκες της κτηνοτροφίας στην Ελλάδα.
Με τις παραπάνω εναλλακτικές λύσεις παραγωγής ζωοτροφών χαμηλού, σχετικά κόστους, σε συνδυασμό με την εφαρμογή διατροφής ακριβείας (στοχευμένη διατροφή με το κατάλληλο και ισόρροπο σιτηρέσιο που καλύπτει επαρκώς και με ακρίβεια τις εκάστοτε ανάγκες των ζώων), οι κτηνοτροφικές μας εκμεταλλεύσεις μπορούν να είναι οικονομικά βιώσιμες, με βελτιωμένη αποτελεσματικότητα διατροφής, άριστη υγεία και αναπαραγωγική λειτουργία του ζωικού τους κεφαλαίου, ελάχιστες απώλειες από λόγους υγείας, ικανοποιητικές συνθήκες ευζωϊας (welfare) και μειωμένη περιβαλλοντική επιβάρυνση για συμβολή στο μετριασμό της κλιματικής αλλαγής.
Το παραγωγικό σύστημα της Ελληνικής προβατοτροφίας έχει γαλακτοπαραγωγική κατεύθυνση με το αρνί γάλακτος να παραμένει το κύριο προϊόν της κατεύθυνσης του κρέατος. Οι εξελίξεις όμως που λαμβάνουν χώρα σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες σε ότι αφορά τις διατροφικές συνήθειες και την αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών έχουν οδηγήσει το πρόβειο κρέας στην χαμηλότερη ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση (7,5 χγρ.) σε σχέση με τα κρέατα των λοιπών παραγωγικών ζώων, που παραμένει όμως μακράν η υψηλότερη μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και των λοιπών χωρών της Ευρώπης.
Η αύξηση όμως της μετακίνησης πληθυσμών για τουριστικούς λόγους δημιουργεί στην Ελλάδα μια μεγάλη αγορά πρόβειου κρέατος η οποία καλύπτεται κυρίως με εισαγωγές. Συνεπώς η αύξηση της κερδοφορίας και η ενίσχυση της οικονομικής βιωσιμότητας των προβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων θα πρέπει να περιλαμβάνει την μερική αναπροσαρμογή του παραγωγικού συστήματος προς την κατεύθυνση της αύξησης της παραγωγικής πρόβειου κρέατος από βαρύτερα αρνιά. Αυτό θα γίνει δυνατόν να πραγματοποιηθεί με την επιμήκυνση της αναπαραγωγικής περιόδου με την συστηματική εφαρμογή του κατάλληλου σχήματος αναπαραγωγικής διαχείρισης και τηνεισαγωγή της συστηματικής πάχυνσης αμνών σε εξειδικευμένες εκμεταλλεύσεις.
Τα ανωτέρω για να επιτευχθούν απαιτείται να χρησιμοποιηθούν οι προτεινόμενες εναλλακτικές ζωοτροφές με τον καταρτισμό ισορροπημένων διατροφικών προγραμμάτων που θα είναι προσαρμοσμένα στο σύστημα εκτροφής, την παραγωγική κατεύθυνση και την παραγωγικότητα των ζώων.
Σε ότι αφορά στην παραγωγικότητα των ζώων επιβάλλεται ο επανασχεδιασμός (εξέταση πυραμιδικών σχημάτων, χρήση γονιδιακής τεχνολογίας) των υφιστάμενων προγραμμάτων γενετικής βελτίωσης με την εισαγωγή επιλεκτικών στόχων προσαρμοσμένων στο εκάστοτε σύστημα εκτροφής και η στοχευμένη τακτοποίηση του μεγάλου παραγωγικού πληθυσμού που έχει προκύψει από τις ανεξέλεγκτες διασταυρώσεις, παράλληλα με την βελτίωση των εγχώριων φυλών. Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω στη διατροφή των προβάτων θα είναι δυνατόν να επιτύχουμε οικονομικά βιώσιμες εκμεταλλεύσεις με την αξιοποίηση αγρών κατά τη χειμερινή περίοδο και την παραγωγή ελληνικών ζωοτροφών πλούσιων σε πρωτεΐνες, με στόχο τη μείωση του κόστους παραγωγής γάλακτος και την αύξηση της παραγωγής κρέατος.
“Προτάσεις – κίνητρα για τη βελτίωση του βαθμού αυτάρκειας σε πρωτεϊνούχες ζωοτροφές”.
Αύξηση του ποσού στήριξης μέσω της Κ.Α.Π. Το ποσοστό 2% του εθνικού κονδυλίου μέσω των συνδεδεμένων παρεμβάσεων πιστεύουμε ότι δεν επαρκεί για τη χάραξη μιας αποτελεσματικής στρατηγικής από την Ε.Ε. με στόχο την αύξηση του ποσοστού αυτάρκειας σε πρωτεϊνούχες ζωοτροφές. Η αύξηση των εκτάσεων με πρωτεϊνούχα φυτά πρέπει να αποτελεί επιλογή, τόσο για περιβαλλοντικούς, όσο και για οικονομικούς λόγους. Παράλληλα λόγω της κλιματικής κρίσης οι αποδόσεις μειώνονται και η ουσιαστική οικονομική στήριξη του τομέα αποτελεί απαραίτητη συνιστώσα. Προτείνεται να εξεταστεί το ενδεχόμενο δημιουργίας ειδικής ενίσχυσης για την καλλιέργεια πρωτεϊνούχων ζωοτροφών, με αυξημένο κονδύλι, όπως στο βαμβάκι.
Αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων ιδιαίτερα των πρωτεϊνούχων κτηνοτροφικών ψυχανθών, που το έλλειμα είναι μεγαλύτερο. Η αυξανόμενη ζήτηση για μη γενετικά τροποποιημένες ζωοτροφές παρέχει ευκαιρίες στους καλλιεργητές σόγιας της ΕΕ, όπως και στη χώρα μας, καθώς η διαθεσιμότητα εκτός ΕΕ είναι περιορισμένη, λαμβάνοντας υπόψη και τους καταναλωτές που εμφανίζονται όλο και πιο συνειδητοποιημένοι, όσον αφορά τον τρόπο παραγωγής των προϊόντων και τις
περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Στήριξη δημιουργίας Ομάδων Παραγωγών για καλλιέργεια πρωτεϊνούχων κτηνοτροφικών και σανοδοτικών ψυχανθών που θα βελτιώσει ταυτόχρονα ζητήματα που σχετίζονται με το μικρό και πολυτεμαχισμένο κλήρο, το υψηλό κόστος παραγωγής, την πρόσβαση στην αγορά, τη μείωση της παραγωγής λόγω της κλιματικής κρίσης κτλ).
Σύνδεση της έρευνας με την παραγωγή και διάχυση των αποτελεσμάτων της. Παράλληλα θα πρέπει να δρομολογηθούν δράσεις, εκπαίδευσης και τεχνικής υποστήριξης των παραγωγών για τις συνιστώμενες καλλιεργητικές φροντίδες κ.α.