Η γέννηση του Θεανθρώπου δίνει κουράγιο και ελπίδα στον κόσμο που προσεύχεται να είναι μια καλύτερη χρονιά για τους ίδιους και τη χώρα.
Τα Κάλαντα
Τα κάλαντα είναι ένα τραγούδι, μια παράδοση και μια χαρμόσυνη αναγγελία.
«Καλήν εσπέρα άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού την Θεία Γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας».
Τα κάλαντα πήραν το όνομα τους από τις καλένδες του Ιανουαρίου. Οι καλένδες ήταν οι πρώτες ημέρες των Ρωμαϊκών μηνών και συγγενείς και φίλοι αντάλλασσαν επισκέψεις και δώρα, που ήταν μέλι, ξερά σύκα, χουρμάδες, χυλός και μικρά νομίσματα.
Τα κάλαντα είναι μίγμα θρησκευτικού και κοσμικού περιεχομένου. Στην αρχή εξαγγέλλεται και περιγράφεται το θρησκευτικό γεγονός και μετά ακολουθούν τα εγκώμια για τα διάφορα πρόσωπα της οικογένειας ανάλογα με τα χαρίσματα τους, την ηλικία τους, το επάγγελμα τους ή την κοινωνική τους θέση.
«Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα»
Κατόπιν ακολουθούν οι ευχές,
«Τούτο το σπίτι το ψηλό, πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει»
Και τελειώνουν με την παράκληση για φιλοδώρημα,
«αφέντη μου ευγενικέ, αν έχεις γρόσια δος μας τα
αν έχεις και γλυκό κρασί βγάλε να μας κεράσεις».
Όμως, έχουν έτοιμους και στίχους γι αυτούς που δεν τους δίνουν φιλοδώρημα,
«αφέντη μου στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες,
Άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζώνουν»
Χριστουγεννιάτικο στεφάνι
Στα χωριά συνηθίζουν να κρεμάνε στους τοίχους και τις εξώπορτες ολόκληρες πλεξούδες από σκόρδα που πάνω τους καρφώνουν μοσχοκάρφια, δηλαδή γαρυφαλλάκια για να διώξουν την κακογλωσσιά που «καρφώνει» την ευτυχία του σπιτιού τους.
Διακοσμημένο με Χριστουγεννιάτικα στολίδια, το στεφάνι από έλατο στην εξώπορτα, εκτός από το καλωσόρισμα στους καλεσμένους φέρνει τύχη στο σπίτι. Βασική η ύπαρξη του σκόρδου στο δέσιμό του που προφυλάσσει από το κακό μάτι.
Το Χριστόψωμο στην Κρήτη
Το ζύμωμα του Χριστόψωμου στη Κρήτη είναι έργο Θείο και έθιμο καθαρά Χριστιανικό. Για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί αφού θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειας του.
Χρησιμοποιούν καλό αλεύρι και ακριβά υλικά όπως ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλλα και γαρύφαλλα. Μαζεύονται οι γυναίκες του σπιτιού και όσο να γίνει το προζύμι, τραγουδούν, «ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει». Πλάθουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες από τη ζύμη και στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι που συμβολίζει τη γονιμότητα. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το πιρούνι για να βγάλουν το «κακό μάτι» και να «καρφώσουν» την κακογλωσσιά. Ο νοικοκύρης του σπιτιού παίρνει το Χριστόψωμο, το σταυρώνει, το κόβει και το μοιράζει σε όλους όσους παρευρίσκονται στο τραπέζι, σαν συμβολισμό της Θείας Κοινωνίας, που ο Χριστός έδωσε τον Άρτο της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένεια του.
Το «τάισμα» της βρύσης στην Κεντρική Ελλάδα
Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το λεγόμενο «τάϊσμα της βρύσης», σε χωριά της Κεντρικής Ελλάδας. Οι κοπέλες τα χαράματα πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση για να κλέψουν το «άκραντο νερό», δηλαδή αμίλητο γιατί δεν βγάζουν λέξη σε όλη τη διαδρομή. Όταν πάρουν το νερό, αλείφουν τη βρύση με βούτυρο και μέλι με την ευχή, όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι, και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φθάνουν εκεί, την ταΐζουν με διάφορα προϊόντα όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί ,όσπρια ή κλαδί ελιάς. Έλεγαν μάλιστα ότι όποια κοπέλα πήγαινε πρώτη στη βρύση θα ήταν η πιο τυχερή όλο το χρόνο. Έπειτα έριχναν στη στάμνα που θα έφερναν το νερό, ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, κλέβουν το νερό από τη βρύση και γυρίζουν στο σπίτι τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το «άκραντο νερό». Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και σκορπίζουν και τα τρία χαλίκια στο σπίτι. Στη λαϊκή μας παράδοση ο βάτος φέρνει αισιοδοξία και καλά μαντάτα και διώχνει τα ξόρκια.
«Πάντρεμα της φωτιάς»
Στα χωριά της Έδεσσας την παραμονή των Χριστουγέννων «παντρεύουν τη φωτιά», δηλαδή παίρνουν ένα ξύλο με θηλυκό όνομα, δηλαδή κερασιάς και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα, δηλ. από βάτο. Βάζουν τα ξύλα στο τζάκι να καούν και ανάλογα με τον κρότο ή τη φλόγα τους μπορούν να προβλέψουν τα μελλούμενα είτε για τον καιρό είτε για τη σοδειά τους. Η λαϊκή μας παράδοση θέλει τα αγκαθωτά δέντρα να απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους.
Στη Θεσσαλία, όταν τα κορίτσια επιστρέφουν από την εκκλησία, ανήμερα Χριστούγεννα, βάζουν δίπλα στο τζάκι κλαδιά κέδρου που τα ξεδιαλέγουν να είναι λυγερά, ενώ τα αγόρια βάζουν από αγριοκερασιά. Τα λυγερά αυτά κλαδιά αντιπροσωπεύουν τις επιθυμίες τους για μια όμορφη ζωή. Όποιο κλωνάρι καεί πρώτο αυτό είναι καλό σημάδι γιατί αυτός ο νέος ή η νέα θα παντρευτεί πρώτα.
Τα Χριστόξυλα
Σε πολλά χωριά της Μακεδονίας από τις παραμονές των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού ψάχνει στα χωράφια και βρίσκει ένα μεγάλο χοντρό και γερό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Η νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι αλλά με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμα και την καπνοδόχο, για να μην βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια όπως λένε στα Χριστουγεννιάτικα παραμύθια, και μαγαρίσουν το σπίτι. Βάζει λοιπόν το Χριστόξυλο στο τζάκι την παραμονή και το ανάβει αφήνοντας το να σιγοκαίει όλο το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Στη λαϊκή παράδοση πίστευαν ότι η στάχτη αυτή προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό και καθώς καίγεται, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη.
Στη Σκιάθο, οι πιο παλιοί λένε ότι από την 1η Δεκεμβρίου οι καλικάντζαροι ετοιμάζουν το καράβι τους για να έρθουν στο νησί. Την παραμονή των Χριστουγέννων το ρίχνουν στο γιαλό και φθάνουν ανήμερα. Από τότε μέχρι τα Φώτα κανείς δεν τολμάει να βγει νύχτα από το σπίτι του γιατί θα τον βουβάνουν. Την παραμονή των Φώτων, όμως, οι καλικάντζαροι τα μαζεύουν γρήγορα και φεύγουν τρέχοντας μην τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει.
Οι Μωμόγεροι του νομού Δράμας
Η λαϊκή φαντασία οργιάζει με τις σκανταλιές των καλικάντζαρων που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν στον επάνω κόσμο, τότε που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Η όψη τους τρομακτική και οι σκανταλιές τους απερίγραπτες, αλλά και ο τρόμος τους άλλος τόσος για τη φωτιά. Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί της Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων που προέρχεται από τους Πόντιους πρόσφυγες. Η ονομασία τους προέρχεται από το μίμος ή το μώμος και το γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές τους κινήσεις. Φοράνε τομάρια λύκων ή τράγων ή είναι ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά και έχουν την μορφή γέρων. Οι Μωμόγεροι προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες όλο το δωδεκαήμερο, ψάλλοντας τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους. Όταν οι παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή. Το ίδιο έθιμο με παραλλαγές γίνεται στην Κοζάνη και τη Καστοριά με την ονομασία Ραγκουτσάρια.