Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΚαποδίστριας: 27 Σεπτεμβρίου 1831... προς το δρόμο του θανάτου

Καποδίστριας: 27 Σεπτεμβρίου 1831… προς το δρόμο του θανάτου

Πενήντα χρόνια περιδιαβαίνω τα στενορύμια και τα καλντερίμια τ΄Αναπλιού κι ακόμα δεν τα χόρτασα.

Αυτή η Πολιτεία σε συνεπαίρνει και σε πλανεύει. Κάθε σοκάκι και καημός κάθε της πέτρα και μια ιστορία.. Κάθε πλατεία και μαχαλάς κάτι έχουν να πουν για τα περασμένα.. Και τι περασμένα !!

Ανηφορίζοντας καρσί το στενορύμι του Αϊ Σπυρίδωνα κοντοστέκομαι. Ακουμπώ στην πέτρινη τούρκικη κρήνη. Το βλέμμα μου πέφτει στο καντήλι , εκεί στη νοερή σκήτη του αδικοχαμένου Κυβερνήτη, μπρος στου Αϊ Σπυρίδωνα την Πύλη. Ευτυχώς είναι αναμμένο. Το φροντίζει κάποια κυρά της γειτονιάς , ίσως και το ξωτικό τ΄ Αναπλιού .
Το ξωτικό τ΄ Αναπλιού ;!! ‘Ένα σύγκρυο περνάει το κορμί μου.

Αφουγκράζομαι!
Άκουω βήματα σταθερά να πλησιάζουν. Έπειτα δυο κουμπουριές. Κι ύστερα φωνές και σκουξίματα γυναικών. «Φονιάδες – φονιάδες…….»
…Το καντήλι καίει πάνω από την Πύλη της εκκλησιάς. Εκεί που στις 27 Σεπτέμβρη του 1831 σκοτώθηκε η Ελλάδα!

Ναι εδώ στο έμπα της εκκλησιάς του Αϊ Σπυρίδωνα ο Πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας έπεσε – σαν δρυ – κτυπημένος ύπουλα από τα άρματα των Μαυρομιχαλέων : τον μπαλλαρμά του Κωσταντή και το μαχαίρι του Γιωργάκη .

Και να πως γένηκε τούτο το φονικό:
27 Σεπτέμβρη 1831 είναι έξι το πρωϊ . Ο Κυβερνήτης τελειώνει και την τελευταία δημόσια υπόθεση. Κατεβαίνει τα σκαλιά του Παλατιού αθόρυβα μπας και τον αντιληφθεί ο αδελφός του Αυγουστίνος. Κάτω τον περιμένει ο σωματοφύλακάς του Γ. Κοζώνης και ο στρατιώτης Δ. Λεωνίδας . Είναι Κυριακή και κατά πως το συνηθίζει ο Κυβερνήτης παγαίνουν στην εκκλησιά του Αϊ Σπυρίδωνα. Ο Ποσειδώνας το πιστό σκυλί του Μπάρμπα –Γιάννη σκούζει αλλόκοτα . Μπαίνει μπρός στην εξώπορτα πασκίζοντας να εμποδίσει τον Κόντε.

Με βαθυγάλαζη ρεντιγκότα ,άσπρο λινό παντελόνι κασκέτο από τσόχα βαθυγάλαζο κι αυτό και λεπτό μπαστουνάκι , βγαίνει ο Καποδίστριας από την εξώθυρα ίσα στο δρόμο κάτω από τη στοά του Παλατιού. Προχωράει προς το Μεγάλο Δρόμο και κει στο σταυροδρόμι μια βουβή ζητιάνα βγαίνει μπρος του και με κινήματα και νοήματα προσπαθεί να του φράξει το δρόμο. Τίποτα! Εκείνος απλώνει το χέρι του να δώσει ελεημοσύνη αλλά η ζητιάνα πετά τα λεφτά και φεύγει τρέχοντας.

Και ο Κυβερνήτης βαδίζει ελεύθερος προς το δρόμο που είχαν χαράξει «της τύχης τα γραμμένα»

Σε λίγο προβάλλει στην πλατεία της εκκλησιάς. Ανηφορικά στο άνοιγμα του μικρού δρόμου βλέπει τους Μαυρομιχαλαίους – θείο και ανιψιό – να φυλάνε ύποπτα. Μπρος στην πόρτα ο ένας και ο άλλος στη γωνιά του σπιτιού απέναντι. Μια στιγμή διστάζει ταράζεται και κοντοστέκεται. Σκέπτεται να γυρίσει και να μπει στην πόρτα του Υπουργού των Στρατιωτικών Ρόδιου. Μα ντρέπεται να γυρίσει πίσω και προχωρά το δρόμο του.

Έξω από τον Αϊ Σπυρίδωνα περιμένει τον Κυβερνήτη ο εκκλησάρης του Ναού Γούτος να τον αναγγείλει όπως πάντοτε. Μόλις πλησιάζει ο Καποδίστριας , ο Γούτος φωνάζει δυνατά:
«- Προσοχή ! Παραμερίστε !… Έρχεται ο Κυβερνήτης της Ελλάδος.»
Οι Μαυρομιχαλαίοι χαιρετούν πρώτοι τον Κόντε κι αμέσως μετά…..

Ο Κωσταντής σέρνει τον μπαλλαρμά του και τραβάει δυο κουμπουριές . Μία σφαίρα τον βρίσκει στο κεφάλι , μέσα στο μυαλό στο νού του Κυβερνήτη που δούλευε για τη Πατρίδα του και θαύμαζε όλη η Ελλάδα .

Γι΄ αυτό λέγει και το τραγούδι:
« το νού σου, Καποδίστρια,
θεοποιούσαν όλοι.
Το νού σου πρωτοχτύπησε,
Ταλαίπωρε το βόλι………»

Την ίδια στιγμή ο Γιωργάκης ο Μπεηζαντές μπήγει δυο φορές το μαχαίρι στην κοιλιά του Κόντε. Και Κείνος , χωρίς να πει λέξη , λυγίζει τα πόδια και πέφτει νεκρός στην αγκαλιά του Κοζώνη.

Ο Κωσταντής τρέχει για το Ιτς Καλέ παίρνοντας το μικρό δρομάκι απέναντι από το έμπα της εκκλησιάς, μα ο Κοζώνης τον πυροβολεί και τον κτυπά στο πόδι. Πληγωμένος χώνεται στο σπίτι μιας χήρας.
« Σώσε με» της λέγει, δίνοντάς της το χρυσό του δαχτυλίδι.

Η χήρα βλέποντας τα αίματα στο πόδι του φοβάται και βάζει τις φωνές . Αρχίζει πάλι ο δολοφόνος να τρέχει. Περνά απέναντι από του Σουλιώτη Χρήστου Φωτομάρα το σπίτι , όταν ακούγονται οι φωνές του κόσμου που τον κυνηγά. Βγαίνει ο Φωτομάρας στο παράθυρο.
« – Τσ΄ ίστ, ωρέ ;» ρωτάει
« – σκοτώσανε τον Κυβερνήτη !»
Αμέσως του ρίχνει κι αυτός από πάνω. Και φθάνει ο μανιασμένος κόσμος , πλήθος πολύ, τον πλακώνουνε με τα σπαθιά, τα ξύλα, τα λιθάρια και τον αποτελειώνουνε.

Τον σέρνουνε απ΄τα ποδάρια απάνω στα τούρκικα καλντερίμια τ΄Αναπλιού τον πηγαίνουν ίσαμε την Καζάρμα (Τον Στρατώνα της Πλατείας), όπου το σπίτι του Κολοκοτρώνη και το Βουλευτικό και κεί τον πετάν στις στοές της Καζάρμας.

Ξεψύχησε λέγοντας:
«-μη με λερώνετε βρέ παιδιά . Δεν είναι κανένα παλικάρι να μου δώσει μια πιστολιά!… Πηγαίνετε να ρίξετε λάδι στη πόρτα της εκκλησιάς….»
Τον σέρνουν με βλαστήμιες και βρισιές μέχρι την παραλία και τον ρίχνουν στη θάλασσα .
«…Για μέρες – λένε – το λείψανο του Κωσταντή πρησμένο το έδερνε η θάλασσα στο βράχο ως που ένας παπάς Μανιάτης το έσυρε και το έθαψε.»

Ο άλλος δολοφόνος , ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης , πετάει χάμω το μαυρομάνικο μαχαίρι και φεύγει τρέχοντας προς τα «Πέντε αδέλφια». Κατά τύχη βρίσκει ανοικτή την πόρτα του σπιτιού του συνταγματάρχη μηχανικού Βαλιάνου. Μπαίνει στην αυλή και από κει πηδά στο πλαϊνό σπίτι όπου είναι η Γαλλική Πρεσβεία. Ανεβαίνει τη σκάλα. Συναντά το φίλο του γάλλο συνταγματάρχη Πελλιόν .

Σ΄αυτόν παραδίδει, βγάζοντας από το σελάχι του τα όπλα και με φωνή που τρέμει του λέγει:
« – Ο τύραννος δεν ζει πια !! τον σκοτώσαμε εγώ και ο θείος μου ο Κωσταντής . Στη τιμή της Γαλλίας παραδίνω τον εαυτό μου και τα όπλα μου!….. Δώστε μου άσυλο!….»

Ο Γάλλος Πρέσβυς βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Το πλήθος που ακολούθησε το φονιά απαιτεί με άγριες φωνές την παράδοση του ένοχου. Φοβερίζει πως θα παραβιάσει το σπίτι και θα βάλει φωτιά να το κάψει. Ο Αντιπρέσβυς Ρουάν βγαίνει στον εξώστη και δηλώνει στο λαό ότι δεν μπορεί να παραδώσει άνθρωπο που κατέφυγε στην προστασία της Γαλλικής σημαίας παρά μόνο αν το ζητήσει η Νέα Κυβέρνηση που θα γίνει.

Η Γερουσία καταρτίζει αμέσως νέα Κυβέρνηση και διατάζει τον Φρούραρχο τ’ Αναπλιού συνταγματάρχη Αλμέϊδα να πάει αμέσως στη Γαλλική Πρεσβεία και να ζητήσει έξ ονόματός της τη παράδοση του φονιά.

Έτσι και γίνεται. Ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης παραδίνεται στον Αλμέϊδα συνοδεία του Γάλλου συνταγματάρχη Πελλιόν. Οδηγείται στην αποβάθρα των «Πέντε αδελφών» και από κει με βάρκα μεταφέρεται πρώτα στο Μπούρτζι και τη νύκτα στην Ακροναυπλία από την πίσω πόρτα της Αρβανιτιάς.

Στις 7 Οκτωβρίου ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης καταδικάζεται σε θάνατο και στην αποκοπή του δεξιού χεριού του (ποινή που επιβαλλόταν στους πατροκτόνους αλλά του χαρίστηκε κατά την εκτέλεσή του).

Τα ξημερώματα του Σαββάτου , 10 Οκτωβρίου ο Γιωργάκης εκτελείται από το απόσπασμα στο πλάτωμα έξω από το Οπλοστάσιο (σημερινή πλατεία Καποδίστρια).

Πεθαίνοντας φωνάζει: «Αδέλφια !! Ομόνοια , Αγάπη !!…..»
Μόνος του δίνει το παράγγελμα : « Πύρ…»
‘Εντεκα σφαίρες τον κτυπούν. Η δωδέκατη αστοχεί …..
Το λείψανό του τοποθετείται προσωρινά στη μικρή εκκλησιά των Αγίων Πάντων . Αργότερα μεταφέρεται από τον πατέρα του στη Μάνη στον εκεί οικογενειακό τάφο.

Αυτά με λίγα λόγια γένηκαν τότε εδώ.
Μα ποιος τα θυμάται σήμερα ; !!
Το καντήλι , ακοίμητο έξω απ΄ την εκκλησιά του Αϊ Σπυρίδωνα , σκίζει με το φως τ΄ αχνό του σοκακιού τ΄ολόπηχτο σκοτάδι , φωτίζοντας στις νύκτες τις τρισκόταδες , τούτο το στενορύμι του αίματος.

Στις 27 Σεπτέμβρη ελάτε με το ξωτικό τ΄Αναπλιού να δείτε και ν΄ ακούσετε τα τραγικά συμβάντα του Πρώτου Κυβερνήτη μας . Και σαν βρεθείτε στον Αϊ Σπυρίδωνα ανάψτε ένα κερί στη μνήμη του. Και ρίξτε λάδι στην Πόρτα της εκκλησιάς , συγχώριο στους φονιάδες.

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
Κυριακή – 27 Σεπτεμβρίου 1831 Προς το δρόμο του θανάτου…………..

Επιμέλεια : Γιάννης Μακρής

 

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

ΡΟΗ